Άρθρο του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου
Το τέλος του ημερολογιακού έτους έχει επικρατήσει να συνδέεται με τον αναστοχασμό και την αναδρομή σε όσα προηγήθηκαν αλλά και τις προβολές, τις σκέψεις και τους σχεδιασμούς όσων θα ακολουθήσουν.
Αν και σπανίως ο πολιτικός χρόνος συμπίπτει με τον συμβατικό χρόνο, έχει νόημα να σεβαστούμε αυτή την παράδοση καθώς δίνει την ευκαιρία ώστε προσωπικά και συλλογικά να αναλογιστούμε και να συστηματοποιήσουμε το παρελθόν αλλά και να οργανώσουμε το μέλλον. Πράγμα που δεν είναι πάντοτε εύκολο όταν κανείς παρασύρεται στο φρενήρη ρυθμό της καθημερινότητας και της πολιτικής αλλά και κοινωνικής αντιπαράθεσης.
Η αναφορά εξάλλου στο παρελθόν, η προσπάθεια να το σκεφτούμε και να το αφηγηθούμε, να το κατανοήσουμε και να το εξηγήσουμε δεν είναι μια απλή θεωρητική άσκηση. Είναι πράξη βαθειά πολιτική καθώς διαμορφώνει τους όρους διαχείρισης του μέλλοντος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο επομένως ότι σε μεγάλο βαθμό και η τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση αφορά όχι μόνο στο μέλλον αλλά και στο παρελθόν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι εκπρόσωποι της παραδοσιακής πολιτικής ελίτ της χώρας υπερασπίζονται με τέτοια ένταση και τέτοια επιμονή τις προηγούμενες επιλογές τους, το πολιτικό τους δηλαδή παρελθόν.
Έτσι κάπως φτάνουμε στην αγωνιώδη προσπάθεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης να επαναφέρει στο πολιτικό προσκήνιο την συζήτηση για το αλήστου μνήμης success story του 2014.
Αυτή ήταν εξάλλου η βασική επιχειρηματολογία της και κατά τη διάρκεια της συζήτησης του προϋπολογισμού του 2018 λίγες μέρες πριν.
Τι ισχυρίστηκαν όμως κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης τα στελέχη της; Ότι δήθεν η Ελλάδα ήταν έτοιμη το 2014 να ολοκληρώσει με επιτυχία το δεύτερο πρόγραμμα και είχε ανοιχτό το δρόμο μπροστά της ώστε να επαναφέρει τη χώρα στις διεθνείς αγορές από τις οποίες είχε αποκλειστεί από το 2010. Τελικά, σύμφωνα πάντα με αυτή την αφήγηση του παρελθόντος, το μόνο που εκτροχίασε την τότε κυβέρνηση ήταν η ανεύθυνη στάση του ΣΥΡΙΖΑ και κατά λογική συνέπεια του ελληνικού λαού που τον έφερε στη θέση της κυβέρνησης τον Ιανουάριο του 2015.
Υπάρχουν εδώ δύο σημαντικές παραδοχές. Η πρώτη είναι η ευκολότερα αποδομήσιμη και αφορά την ουσία του success story το οποίο υπήρχε μόνο στη φαντασία όσων το επικαλέστηκαν τότε και το επικαλούνται ακόμα και σήμερα. Διότι σε τι ακριβώς συνίσταται η επιτυχία; Στην ανεργία του 27%, στην μη επίτευξη του στόχου του τότε προγράμματος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% το 2014 (αποτέλεσμα έτους 0,2%);
Στην ανυπαρξία ταμειακών διαθέσιμων αλλά και οποιασδήποτε δέσμευσης για ρύθμιση του ελληνικού χρέους από τη μεριά των δανειστών;
Στην καθοδική τάση όλων των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας; στην πολιτική αδυναμία της τότε κυβέρνησης να ολοκληρώσει την πέμπτη αξιολόγηση;
Στην αποτυχημένη δεύτερη έξοδο στις αγορές; Ή μήπως στην σαφή δήλωση της τρόικας ήδη από τον Ιούνιο του 2014 ότι το πρόγραμμα είναι “αναντίστρεπτα εκτός πορείας” (irretrievably out of track);
Για να δούμε όμως και το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος, την δεύτερη παραδοχή. Τι λέει περίπου; Ναι, όλα αυτά ισχύουν όμως ο λόγος ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό να τερματίσει το πρόγραμμα και να ακολουθήσει μια διαφορετική πολιτική. Και ο «αδαής» λαός, ή εν πάση περιπτώσει ένα μεγάλο τμήμα του, πίστεψε αυτή την υπόσχεση, ότι δηλαδή τα πράγματα μπορούν να γίνουν και διαφορετικά, έχασε την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση, ενώ ταυτόχρονα ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να προκαλέσει και εκλογές με την μη σύμπραξη στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Πράγμα που αποδιοργάνωσε, με την πάροδο του χρόνου, την συμπολίτευση, η οποία δεν είχε πια τη δυνατότητα να στηρίξει κοινοβουλευτικά την ολοκλήρωση της πέμπτης αξιολόγησης. Εδώ για να είμαστε ακριβείς δεν έχουμε μια μόνο παραδοχή αλλά δεκάδες. Στην πραγματικότητα η ευθύνη σύμφωνα με αυτό το επιχείρημα για όλα τα κακά της μοίρας της τότε συγκυβέρνησης δεν ήταν ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν ο ελληνικός λαός που δεν κατανόησε το μεγαλείο του σχεδιασμού των κων Σαμαρά και Βενιζέλου. Ο Σύριζα ήταν απλώς το όχημα μέσα από το οποίο εκφράστηκε αυτή η «ανεύθυνη στάση» του ελληνικού λαού που έπρεπε να υπομείνει τα πρωτογενή πλεονάσματα του 4,5% μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, την ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα επικουρικά ταμεία, τις 15.000 απολύσεις στο δημόσιο, την Μικρή ΔΕΗ, το λοκ αουτ, την απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, τα μέτρα ύψους 5,5 δις μόνο για το 2015 (θυμίζω ότι το δημοσιονομικό κενό ήταν τότε 2,8% σύμφωνα με τους ευρωπαίους, γιατί το ΔΝΤ προσέθετε ακόμη περισσότερα) και πολλά άλλα που βεβαίως ανασχέθηκαν με την «καταστροφική διαπραγμάτευση του 2015». Ίσως βεβαίως ο ελληνικός λαός θα έπρεπε να τα αφήσει να υλοποιηθούν καθώς ήταν απαράδεκτο από μέρους του να μην επιτρέψει την ιστορική δικαίωση του τότε Πρωθυπουργού και του Αντιπροέδρου του.
Η γνώμη μου είναι ότι όλο το επιχείρημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Είναι στην πραγματικότητα ένας εύκολος τρόπος για να συγκαλυφθούν τα πολιτικά αδιέξοδα της τότε συγκυβέρνησης αλλά και του ίδιου του δεύτερου προγράμματος που είχε συμφωνήσει και τελικά να χρεωθούν σε κάποιον άλλον, ήτοι τον ελληνικό λαό που δεν εννόησε και το ΣΥΡΙΖΑ που λειτούργησε ως εκφραστής αυτής της λαϊκής ανοησίας. Την ίδια στιγμή η επανάληψη του αφηγήματος του success story εκ μέρους της σημερινής ηγεσίας της ΝΔ είναι η απόδειξη ότι ο πολιτικός της σχεδιασμός είναι να ακολουθήσει την ίδια βαθιά αντιδραστική πολιτική της περιόδου 2012-2014 και αυτή είναι σίγουρα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επιπλοκή.
Αυτό που θα είχε βεβαίως μια κάποια σημασία θα ήταν να εξεταστεί και η ιδεολογική εικόνα για το λαό και την αντιληπτική δυνατότητα των πολιτών που υποβαστάζει όλο το συναφές αφήγημα, πράγμα που θα ήταν εξόχως αποκαλυπτικό για την εγγενή αλαζονεία των ελίτ της χώρας. Αλλά αυτό δεν εντάσσεται στην στοχοθεσία του παρόντος.
Εν πάση περιπτώσει, από τα παραπάνω ένα συμπέρασμα βγαίνει. Ότι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ και η σημερινή κυβέρνηση δεν έχουν να συγκριθούν με την κολοσσιαία αποτυχία της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου. Αυτό αφορά κάποιους ελάχιστους και ελάχιστες που συνηθίζουν να κυκλοφορούν στα κοσμικά σαλόνια της πρωτεύουσας, κάποια μέλη της παλιάς πολιτικής ελίτ και κάποιους γνωστούς μεγαλοδημοσιογράφους που επαναλαμβάνουν τα αφηγήματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ χωρίς μάλιστα να τα καλοσκέφτονται.
Αν έχει νόημα με κάποιον να συγκριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι με τον ίδιο τον εαυτό του. Για να εξηγήσει τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του, τις αποφάσεις που πήρε, τις τακτικές του επιλογές αλλά και τις αναγκαστικές παρεκκλίσεις από τον αρχικό του σχεδιασμό. Να περιγράψει τον ιδεολογικό του ορίζοντα, να αναλύσει τους στόχους του, να θέσει τις κοινωνικές και πολιτικές διαχωριστικές γραμμές του μέλλοντος.
Και το 2018, έτος ορόσημο για την έξοδο από το πρόγραμμα και την μνημονιακή επιτροπεία, θα είναι ο κατεξοχήν κατάλληλος χρόνος για κάτι τέτοιο. Από την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί και η έκβαση της επόμενης μεγάλης πολιτικής μάχης. Θα εξαρτηθεί αν και κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα δικαιώσει τις προσδοκίες των κοινωνικών δυνάμεων που τον έφεραν στην κυβερνητική εξουσία.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Νέα Σελίδα”