Να καταργηθεί άμεσα το νέο «χαράτσι» που αν εφαρμοστεί θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την τσέπη χιλιάδων πολιτών, ζητούν με τροπολογία που κατέθεσαν στη βουλή ο αναπληρωτής τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Λάρισας κ. Βασίλης Κόκκαλης, μαζί με συναδέλφους του από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Η τροπολογία αφορά στο αίτημα κατάργησης του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωστικές αγωγές του πολυμελούς Πρωτοδικείου, κάτι που βρίσκει απολύτως σύμφωνο και τον δικηγορικό κόσμο της χώρας.
Στην τροπολογία αναφέρονται αναλυτικότερα τα εξής:
Α. Αιτιολογική Έκθεση
Είναι απαραίτητο ν΄ αποκατασταθεί εκ νέου η ουσία και η ανάγκη της διαφοροποίησης μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών. Η καταβολή δικαστικού ενσήμου συνδέεται με την εκτελεστότητα των αποφάσεων και είναι εύλογο να μην επιβαρύνεται με αυτό η αναγνωριστική αγωγή, στο μέτρο που δεν οδηγεί σε εκτελεστό τίτλο. Η ρύθμιση αυτή πρέπει να καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και όσες αγωγές μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ακόμα και αν αυτές είχαν αρχικά ασκηθεί ως καταψηφιστικές. Η ρύθμιση αυτή τίθεται για λόγους ίσης μεταχείρισης, καθώς η καταψηφιστική αγωγή που τρέπεται σε αναγνωριστική, παράγει τις ίδιες έννομες συνέπειες σαν να είχε ασκηθεί ως αναγνωριστική εξαρχής.
Η ήδη υφιστάμενη δυσμενής οικονομική κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών συνεπάγεται ότι η θέσπιση δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου θα λειτουργήσει αποτρεπτικά στους αδύναμους οικονομικά πολίτες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Το δικαστικό ένσημο που τίθεται ως προϋπόθεση για την άσκηση/συζήτηση αγωγής είναι ανεπίτρεπτο να λειτουργεί ως μέσο αποτροπής καταχρηστικών ή παρελκυστικών αγωγών. Επομένως, με ορίζοντα άλλες πτυχές της αποτελεσματικής λειτουργίας της δικαιοσύνης, ο εξορθολογισμός των δικαστικών ενσήμων δεν πρέπει να παρεμποδίζει ουσιωδώς το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας για τον πολίτη, ως βασική συνταγματική αρχή (άρθρο 20 Συντ.). Αντιθέτως είναι αναγκαίο να προσαρμόζεται ως προς το είδος και το αίτημα της ασκηθείσας αγωγής, ιδίως αν με αυτό επιδιώκεται η καταψήφιση χρηματικής απαίτησης και αναλογικά προς το ύψος αυτής.
Επιπλέον, η επιβάρυνση επί των αναγνωριστικών αγωγών θέτει ζητήματα αντισυνταγματικότητας.
Β. Τροπολογία – Προσθήκη
- Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α΄ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240) και το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 (Α΄ 190),αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.
- Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του.».