Με δεδομένο ότι η πανδημία του κορωνοϊού θα πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς εμβόλιο για τον επόμενο χρόνο, η κοινωνία πρέπει να ανοίξει μετά την καραντίνα με τον διαρκή φόβο της αναζωπύρωσης του ιού. Αυτές τις μέρες είναι επιτακτικό το ερώτημα για το πότε θα ξανανοίξουν τα σχολεία. Εύλογη η αγωνία των οικογενειών και όλης της κοινωνίας για μια τέτοια απόφαση τώρα που η πανδημία του κορωνοϊού έχει τιθασευθεί, προς το παρόν, στην Ελλάδα καλύτερα από αρκετές χώρες της Ευρώπης. Τα πρόσφατα δεδομένα όμως είναι ότι η λοίμωξη από τον ιό αυτό προσβάλλει επίσης τα παιδιά (συνήθως με ηπιότερα συμπτώματα), και ότι τα παιδιά μεταδίδουν τον ιό στο περιβάλλον τους.
Οι απόψεις των ερευνητών για το ποσοστό συμμετοχής των παιδιών στη διασπορά του ιού ποικίλλουν ανάλογα με τη χώρα, τη φάση της επιδημίας, του πληθυσμού που συμμετείχε στη μελέτη και την επιδημιολογική μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε. Η γνώμη μας είναι πως το άνοιγμα των σχολείων μπορεί να θεωρηθεί πείραμα που απαιτεί συνεχή επιτήρηση. Το «πείραμα» πρέπει να συνοδεύεται από καθημερινή και σχολαστική αξιολόγηση των δεδομένων, και λήψη μέτρων ανάλογα με την εξέλιξη της επιδημίας.
Ας δούμε επιγραμματικά τι προβλέπεται για το σταδιακό άνοιγμα των σχολείων. Οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου θα επιστρέψουν στα σχολεία εναλλάξ για 2-3 μέρες την εβδομάδα, και οι μαθητές των άλλων τάξεων του γυμνασίου και λυκείου από την επόμενη εβδομάδα. Σύνολο ημερών διδασκαλίας 9-10. Οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου στη μεγάλη πλειονότητά τους θέλουν να επικεντρωθούν στην ετοιμασία για τις Πανελλήνιες. Συνεπώς, οι περισσότεροι μαθητές θα προτιμούσαν να συνεχιστεί η ηλεκτρονική διδασκαλία, αντί για να πηγαινοέρχεται στο σχολείο. Θα ήταν ίσως προτιμότερο το εκπαιδευτικό σύστημα να μεριμνήσει για την ταχύτερη κάλυψη των μαθητών που χρειάζονται ηλεκτρονικά μέσα και εντατικοποίηση της ηλεκτρονικής εκπαίδευσης. Αυτή η συγκυρία είναι και ευκαιρία η Ελλάδα να κάνει τα αναγκαία βήματα στην ηλεκτρονική εκπαίδευση, όπως τα επιχειρεί, πετυχημένα, με την ηλεκτρονική διοίκηση. Οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες δίνουν τη δυνατότητα εμπλουτισμού του διδακτικού υλικού. Δίνουν επίσης την ευκαιρία να διδάξουν στα σχολεία ηλεκτρονικοί επισκέπτες-καθηγητές με μαθήματα που θα μείνουν αξέχαστα για τους μαθητές και θα τους εμπνεύσουν για αποφάσεις της περαιτέρω ζωής.
Το άνοιγμα των σχολείων για τους μικρότερους μαθητές έχει επιπρόσθετα ερωτήματα, ιδιαίτερα γιατί μία σειρά από χώρες επέλεξαν να μην ανοίξουν τα σχολεία εμπρός στον κίνδυνο αναζωπύρωσης της επιδημίας. Η Δανία άνοιξε τα δημοτικά σχολεία στις 17 Απριλίου και δύο εβδομάδες αργότερα δεν έχει μεγάλη αύξηση των περιπτώσεων κορωνοϊού (Νew Υork Τimes, 30 Απριλίου). Η Δανία είχε περίπου 4 φορές περισσότερους θανάτους από την Ελλάδα, που σημαίνει ότι κατ’ αναλογίαν το άνοιγμα των δημοτικών στην Ελλάδα θα ήταν ασφαλές. Η Δανία όμως έχει κάνει εξαπλάσια τεστ από την Ελλάδα, και έτσι είναι σε καλύτερη θέση για να παρακολουθεί την πορεία της επιδημίας.
Η γνώμη μας είναι ότι, λόγω του πιθανού μικρού επιπολασμού, δηλαδή την ύπαρξη πολύ λίγων φορέων του ιού στην Ελλάδα, η πιθανότητα για μια εστία αναζωπύρωσης στα σχολεία είναι μικρή, αλλά δεν είναι ακριβώς υπολογίσιμη, γιατί δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα και μετρήσεις.
Το άνοιγμα λοιπόν των σχολείων μπορεί να θεωρηθεί πείραμα που απαιτεί συνεχή επιτήρηση. Το «πείραμα» πρέπει να συνοδεύεται από μετρήσεις καθώς και συχνή και σχολαστική αξιολόγηση των δεδομένων, και λήψη μέτρων ανάλογα με την εξέλιξη της επιδημίας. Αν και επιδημιολόγοι και ιολόγοι είναι συνηθισμένοι σε αυτή τη δεοντολογία, το πείραμα αυτό είναι πρωτόγνωρο για την υπόλοιπη κοινωνία που θα παρακολουθήσει μαζί με τους ειδικούς την έκβαση του πειράματος και βέβαια δεν έχει συζητηθεί αρκετά από πλευράς ηθικής και δεοντολογίας.
Ιδανικό θα ήταν η πολιτεία να δρομολογήσει την επαναλειτουργία των σχολείων, όπως και άλλων συναθροίσεων πολλών ατόμων, βασισμένη σε δεδομένα και όχι στα τυφλά. Και τα δεδομένα που χρειαζόμαστε είναι η ανίχνευση της παρουσίας του ιού με τεστ PCR και αντισωμάτων όπως χρειάζεται.
Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ασυμπτωματικοί φορείς και πολλοί συνάνθρωποί μας με ήπια συμπτώματα που όμως ίσως είναι μεταδοτικοί για κάποιο χρονικό διάστημα. Αν δεν ξέρουμε όμως πού και πόσος ιός υπάρχει στον πληθυσμό πάρα μόνο 1-3 εβδομάδες αφού μας αιφνιδιάσει στέλνοντας ανθρώπους στα νοσοκομεία, δεν θα μπορέσουμε να νικήσουμε εύκολα. Είναι λογικό επίσης ότι τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως το Λεκανοπέδιο της Αττικής έχουν μεγαλύτερο επιπολασμό από τις αγροτικές περιοχές. Σε πολλές περιοχές είναι πιθανό ότι είναι ασφαλές να αρθούν πολλά από τα σημερινά μετρά. Αλλά θεωρούμε ότι αυτό θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο στα αστικά κέντρα.
Δεν υπάρχει καμία πανελλαδική μελέτη σήμερα σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα πληθυσμού που να δείχνει την πορεία του ιού στον ελληνικό πληθυσμό και το πού κρύβεται. Η σφυγμομέτρηση του ιού μπορεί και πρέπει να γίνεται με στατιστικό σχεδιασμό, μετρώντας αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού διαφόρων περιοχών.
Τέτοιες μελέτες που ήδη έχουν προταθεί και δρομολογούνται στην Κρήτη πρέπει να γίνουν άμεσα με την κατάλληλη χρηματοδότηση και να επεκταθούν σε όλη την επικράτεια, τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η πολιτεία έχει δρομολογήσει ήδη τη δημιουργία ομάδων άμεσης επέμβασης που θα μπορούν να επεμβαίνουν επιτόπια για να συλλέξουν δείγματα και να οριοθετήσουν εστίες αναζωπύρωσης του ιού. Η ιχνηλάτηση των περιστατικών, καθώς και οι κανόνες καραντίνας των επιβεβαιωμένων μολύνσεων, είναι επίσης μεγάλης σημασίας και πρέπει να δρομολογηθεί. Οσο περισσότερος χρόνος υπάρχει για προετοιμασία τόσο ευκολότερη θα είναι η αντιμετώπιση. Για παράδειγμα, η πληροφόρηση για τις αλλαγές στα μέτρα, η επιβολή απλών και κατανοητών κανόνων για τις μάσκες και για τη συμπεριφορά στο σχολείο θα βοηθήσουν για την αποφυγή περιττού στρες.
Είναι φρόνιμη η πολιτική της κυβέρνησης να αφήσει τη σχολική παρακολούθηση ουσιαστικά προαιρετική. Με αυτό τον τρόπο οι γονείς μπορούν να αποφασίσουν για τα παιδιά τους με βάση την κατάσταση στο σπίτι τους και να αποφεύγεται η αντιπαράθεση που θα ήταν διχαστική για τη φάση αυτή της αντιμετώπισης της πανδημίας.
Υπάρχει δυνατότητα για τόσο πολλά τεστ στην Ελλάδα; Ναι. Η Δανία ήδη έχει κάνει εξαπλάσια τεστ από την Ελλάδα. Η διαθεσιμότητα και το κόστος των τεστ βελτιώνεται ραγδαία, και υπολογίζεται ότι τις επόμενες εβδομάδες οι εξετάσεις υψηλής ποιότητας για PCR του γονιδιώματος το ιού και για αντισώματα θα είναι γεγονός.
Αυτό που είναι σημαντικό είναι η επιλογή των πιο κατάλληλων τεστ. Το ποσοστό των ψευδώς θετικών και ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων καθορίζει τη διαγνωστική αξία των τεστ. Η θετική διαγνωστική αξία ενός τεστ επηρεάζεται επίσης από την πραγματική συχνότητα της νόσου στον συγκεκριμένο πληθυσμό, που στη χώρα μας παραμένει άγνωστη, αλλά είναι μικρή. Η υπόθεση που κάνουμε εδώ, έμμεσα, και χωρίς εκτεταμένες μετρήσεις, είναι ότι οι Ελληνες που έχουν αντισώματα εναντίον του ιού είναι στο επίπεδο του 1%. Αυτό σημαίνει αδρά ότι για να είναι χρήσιμο ένα τεστ πρέπει να είναι ακριβές για πάνω από 99%. Αυτός ο ποιοτικός έλεγχος είναι σημαντικός ώστε να προχωρήσει σε εφαρμογή η αντίστοιχη πολιτική υγείας. Είναι προφανώς απαραίτητο να γίνουν πιλοτικές μελέτες της κυκλοφορίας του ιού και της αποκτώμενης ανοσίας στις διάφορες ομάδες του πληθυσμού σε συνάρτηση με τις δραστηριότητες και μετακινήσεις των ανθρώπων.
Είμαστε σίγουροι πως οι υπεύθυνοι της πολιτικής της Υγείας στη χώρα μας θα κάνουν το καλύτερο δυνατόν ώστε η συνέχιση της παρτίδας του σκακιού να καταλήξει σε ματ για τον κορωνοϊό.
Βέβαια, όλα αυτά θα αλλάξουν γρήγορα όταν θα έχουμε αποτελεσματικά φάρμακα και εμβόλιο. Ας προχωρήσουμε προς το παρόν με σύνεση που απορρέει από τη γνώση.
* Ο κ. Στυλιανός Αντωναράκης είναι ομότιμος καθηγητής Γενετικής του Πανεπιστημίου της Γενεύης, μέλος της Ελβετικής Ακαδημίας Επιστημών.
** Η κ. Αθηνά Λινού είναι καθηγήτρια Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
*** Ο κ. Γιώργος Παυλάκης είναι γιατρός-ερευνητής στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
kathimerini.gr