Δήλωση του βουλευτή Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ Β. Κόκκαλη
«Μια σύντομη ιστορική αναδρομή των κυβερνητικών αποφάσεων και δη του Υπουργείου Εργασίας, αποδεικνύει την επαναλαμβανόμενη και συνειδητή έμπρακτη απαξίωση των συνταξιούχων του ΟΓΑ από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας» σημειώνει σε δήλωσή του ο αναπληρωτής τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων του ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής Λάρισας κ. Βασίλης Κόκκαλης, με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης σχετικά με τη δικαστική δικαίωση των συνταξιούχων και την αξίωση αναδρομικής καταβολής χρημάτων.
Ο κ. Κόκκαλης προσθέτει πως «η πρώτη ήταν το 2012, όταν ο νυν και τότε Υπουργός Εργασίας, κ. Βρούτσης με τον νόμο 4093/2012, πέραν των περικοπών των κύριων και επικουρικών συντάξεων, κατήργησε ολοσχερώς από την 1-1-2013, ενόψει της τότε επικαλούμενης έντονης δημοσιονομικής κρίσης, και το σύνολο των επιδομάτων και δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα των συνταξιούχων του Ο.Γ.Α.
Οι συνταξιούχοι αγρότες, χαμηλοσυνταξιούχοι στο σύνολό τους, κλήθηκαν να επιβιώσουν με τις πενιχρές συντάξεις, στερούμενοι του δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, 1000 ευρώ ετησίως συνολικά, γεγονός άδικο και άνισο, καθώς το ποσό αυτό ετησίως κάλυπτε βιοποριστικές ανάγκες και στήριζε τον κόσμο της υπαίθρου.
Η δεύτερη έμπρακτη απαξίωση του αγροτικού κόσμου που αποτυπώνεται στο πρόσωπο των χαμηλοσυνταξιούχων του ΟΓΑ, έρχεται σήμερα, το έτος 2020, με την επαίσχυντη τροπολογία που κατετέθη χθες στην Βουλή των Ελλήνων, υπογεγραμμένη από τον κ. Βρούτση και τον συναρμόδιο υπουργό Οικονομικών.
Σύμφωνα με την τροπολογία αυτή, η Κυβέρνηση μεριμνά και ενδιαφέρεται να αποκαταστήσει μόνο τους συνταξιούχους, που είχαν άθροισμα συντάξεως άνω των 1.000 ευρώ, αποκλείοντας το 70% των χαμηλοσυνταξιούχων, που έχουν άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης κάτω από 1.000 ευρώ. Και υπάρχει και δεύτερη δυσμενής μεταχείριση εις βάρος των χαμηλοσυνταξιούχων, καθώς χωρίς αιτιολογία και αντίθετα με το Συμβούλιο της Επικρατείας καταργεί τις αξιώσεις των συνταξιούχων που αφορούν στα επιδόματα αδείας και στα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, παρά το γεγονός, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι συνταξιούχοι δικαιούνται και τα ποσά που αντιστοιχούν σε δώρα και επιδόματα.
Είναι δίκαιο να αποκαθιστά η κυβέρνηση τους συνταξιούχους, όμως όλους τους συνταξιούχους και ως προς όλες τις αξιώσεις τους. Διότι είναι παραπλάνηση να ισχυρίζεται η Κυβέρνηση στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, ότι ο σκοπός απόδοσης στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα των μειώσεων που υπέστησαν οι κύριες συντάξεις τους, είναι η αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των θιγόμενων, ότι η ρύθμιση αυτή εμφορείται από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ισότητας στα δημόσια βάρη, με ίση και δίκαιη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών σε όλους τους πολίτες.
Όμως, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποδεικνύει ότι εφαρμόζει τις παραπάνω αρχές κατά το δοκούν, επιλεκτικά και προνομιακά. Από την μια στην επιβολή βαρών συμπεριλαμβάνει οριζόντια ακόμη και τους μη προνομιούχους αγρότες του ΟΓΑ, στερώντας τους μέσα βιοπορισμού, που για αυτούς ήταν τα δώρα και επιδόματα, ενώ η κατηγορία αυτή επέτρεπε την διακριτή μεταχείριση τους. Όταν όμως, προβαίνει σε αποκατάσταση των βαρών, με άνισο και άδικο τρόπο, αποκαθιστά ορισμένες κατηγορίες δικαιούχων, αυτών που λαμβάνουν σύνταξη άνω των 1000 ευρώ, προερχόμενων από τα ευγενή ταμεία, ενώ εξαιρεί από την ρύθμιση και πρόβλεψη αναιτιολόγητα τους χαμηλοσυνταξιούχους του ΟΓΑ.
Κάθε νομοσχέδιο και κάθε τροπολογία της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στερείται κοινωνικού προσήμου, αφήνοντας εν προκειμένω τους χαμηλοσυνταξιούχους των 350,00 ευρώ χωρίς πρόβλεψη για αποκατάσταση της στέρησης επιδομάτων και δώρων. Ενώ η ίδια μεταχείριση εφαρμόζεται και στους νέους συνταξιούχους, που οι αιτήσεις τους καθυστερούν να εγκριθούν από τον ΕΦΚΑ επί χρόνια παραμένοντας χωρίς εισόδημα, παρά τις επικοινωνιακές εξαγγελίες για την ψηφιακή σύνταξη του ΟΓΑ.
Κ. Υπουργέ, πριν είναι αργά θυμηθείτε ότι οι αγρότες της υπαίθρου είναι η πιο ευάλωτη κατηγορία πολιτών. Είναι εκείνοι που συμμετείχαν στα βάρη της χώρας και είναι εκείνοι που δικαιούνται την ελάχιστη ένδειξη σεβασμού και κοινωνικής δικαιοσύνης, εξάλλου είναι εκείνοι που με το μόχθο τους στηρίζουν τον πρωτογενή τομέα και τον βασικό πυλώνα ανάπτυξης της Χώρας.»