ΓΡΑΦΕΙ Η Βίκυ Σαμαρά*
Η υπόθεση Λιγνάδη δεν είναι κομματική, είναι όμως πολιτική. Και θα πρέπει ως κοινωνία και ως πολίτες να διδαχθούμε πολλά.
Χρωστάμε πολλά στη Σοφία Μπεκατώρου, με την καταγγελία της οποίας ξεκίνησε το ελληνικό #meToo. Και οφείλουμε από την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη να διδαχθούμε ως κοινωνία και ως πολίτες, για να μπορέσουμε πραγματικά να σταθούμε δίπλα στα θύματα βιασμού και να αποδώσουμε πραγματική Δικαιοσύνη.
Η υπόθεση Λιγνάδη δεν είναι κομματική, είναι όμως πολιτική. Πολιτική ευθύνη σημαίνει αναγνώριση λάθους και προσπάθεια διόρθωσης του. Η πολιτική ευθύνη είναι διαφορετικό πράγμα από την ποινική. Και αν κάποιοι την είχαν αναλάβει, η συζήτηση θα ήταν διαφορετική.
Όσοι όμως υποστηρίζουν ότι ευαγγελίζονται το διαφορετικό στην πολιτική, δεν μπορούν να υιοθετούν τακτικές κιτρινισμού. Στο τέλος κάνουν ακόμη μεγαλύτερη ζημιά και στον εαυτό τους, αλλά κυρίως στον φάκελο σεξουαλική κακοποίηση που έχει πια ανοίξει και κανένας όσο μεγάλη ισχύ και να έχει δεν μπορεί να τον κλείσει.
Γιατί παρόλο που υπάρχουν ακόμη κάποιοι που λένε “γιατί το καταγγέλλει τώρα”, “γιατί δε μίλησε πριν”, “γιατί πήγε σπίτι του”, κάποιοι που κουνάνε το δάχτυλο στα θύματα αντί να ασχοληθούν με το θύτη, η ελληνική κοινωνία σε μεγάλο βαθμό πλέον δεν ανέχεται τη φρίκη. Όχι πολλά χρόνια πριν, δεν θα μπορούσε να μιλήσει καμία Μπεκατώρου και κανένας ανήλικος. Γιατί όταν μιλούσαν είχαν απέναντι τους πολλούς.
Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχουμε βήματα να κάνουμε και ότι δεν πρέπει να κάνουμε πολλά ως κοινωνία ακόμη. Και ας είναι οι φρικτές αποκαλύψεις μία αφορμή για να κατανοήσουμε.
Να κατανοήσουμε την έννοια του grooming (και ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη από τον κ. Μπαμπινιώτη για τη χρήση αγγλικού όρου, γνωρίζοντας την… ευαισθησία του- ίσως θα μπορούσε να μας διαφωτίσει για την ορθή ελληνική έκφραση). Ότι δηλαδή ο παιδοβιαστής συνήθως δεν είναι ένας τρομακτικός και βίαιος άγνωστος, που ξαφνικά αρπάζει ένα παιδί και με βία ασελγεί πάνω του. Πολύ συχνά είναι κάποιος γνωστός του παιδιού, κάποιος “εμπιστοσύνης”, κάποιος “υπεράνω υποψίας”. Κάποιος, που φροντίζει πρώτα να εισβάλει στο μυαλό του ανήλικου και να του υποβάλλει ότι δήθεν είναι φυσιολογικό, ότι δήθεν τον αγαπά, ότι δήθεν κι εκείνος το θέλει.
Να κατανοήσουμε ότι η παιδοφιλία δεν έχει σχέση με την ομοφυλοφυλία, ούτε και με την ετεροφυλοφιλία. Ενισχύεται σε κάποιες περιπτώσεις από σεξιστικά πρότυπα, αλλά κατά βάση ο παιδοβιασμός όπως και κάθε βιασμός είναι πρωτίστως πράξη εξουσίας. Έχει να κάνει κυρίως με τον έλεγχο και με τη βία, όχι με το σεξ και την επιθυμία. Ο δε παιδόφιλος επιθυμεί να συνερευθεί με παιδιά, ανεξαρτήτως του φύλου τους και ανεξαρτήτως του σεξουαλικού προσανατολισμού του ίδιου. Σε βάρος του “γνωστού σκηνοθέτη- ηθοποιού” υπάρχουν καταγγελίες και από ανήλικα αγόρια και από ανήλικα κορίτσια.
Να κατανοήσουμε ότι σε περιπτώσεις “ανθρώπων” (εντός πολλών εισαγωγικών) που βιάζουν, ιδίως παιδιά, δεν ταιριάζει ο όρος “άρρωστος”, καθότι προσβάλει τους ανθρώπους με ψυχικές ασθένειες, που παλεύουν για την υγεία τους. Ναι, εάν ψάξει κανείς το παρελθόν και ιδίως την παιδική ηλικία του βιαστή, πιθανόν να βρει τις αιτίες. Αλλά υπάρχουν και οι ψυχοθεραπευτές και ψυχίατροι και καθένας φέρει τελικά την ευθύνη των πράξεων του.
Να κατανοήσουμε το ρόλο που παίζει η ανάπτυξη συναισθηματικής νοημοσύνης για να αποτραπούν περισσότερες περιπτώσεις θυτών. Διότι συνήθως ο βιαστής (εκτός αν έχει πια τόσο αποσυνδεθεί από κάθε δυνατότητα ενσυναίσθησης και αίσθημα ηθικής), αναζητεί δικαιολογίες: “Πιστεύει”, δηλαδή πείθει τον εαυτό του ότι ένα ανήλικο κορίτσι ή αγόρι “τα ήθελε”.
Να κατανοήσουμε το ρόλο που παίζουν σεξιστικά και πατριαρχικά πρότυπα, που αποδίδουν ιδίως στη γυναικεία νεότητα και παρθενία ιδανικά χαρακτηριστικά και που θέλουν τη σχέση άνδρα- γυναίκας άνιση και εξουσιαστική.
Να κατανοήσουμε ότι αυτός που σπεύδει να δηλώσει “εγώ θα αντιδρούσα- δεν θα πήγαινα σπίτι του- θα φώναζα- θα αντιστεκόμουν”, καταλήγει έστω και άθελα τους να μεταθέτει την ευθύνη στα θύματα γιατί βιάστηκαν. Διότι διαφορετικά θα πρέπει να αποδεχθεί το αδιανόητο αλλά πραγματικό γεγονός, πως θα μπορούσε να είναι εκείνος το θύμα, ότι απλά στάθηκε τυχερός. Δεν θέλουμε όμως οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουμε, να αποδεχθούμε, τέτοια φρίκη.
Να κατανοήσουμε κυρίως ότι όσο η ίδια η διαδικασία κατάθεσης ανήλικων θυμάτων κακοποίησης είναι κακοποιητική από μόνη της, ότι όσο μία γυναίκα που βιαστεί Παρασκευή θα πρέπει να περιμένει να εξεταστεί από ιατροδικαστή Δευτέρα, εάν δεν την έχει αγνοήσει η Αστυνομία, που φέρει βαρύτατες ευθύνες συγκάλυψης πλείστων εγκλημάτων σεξουαλικής κακοποίησης, όσο τα θύματα βιασμού θα πρέπει να περιμένουν χρόνια για να γίνει το δικαστήριο, όσο δεν υπάρχει το θεσμικό και πρακτικό πλαίσιο για την απόδοση Δικαιοσύνης, τόσο τα θύματα θα φοβούνται και οι δράστες θα αποθρασύνονται.
Και κάτι τελευταίο:
Τεκμήριο αθωότητας σημαίνει ότι για το νόμο δεν είναι ένοχος εάν δεν καταδικαστεί. Σημαίνει ότι ακόμη και εάν γνωρίζουν και οι πέτρες ότι βίαζε παιδιά, εάν δεν αποδειχθεί αυτό στο δικαστήριο, δεν θα μπορεί να τον κλείσει η κοινή γνώμη φυλακή. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει όσους βλέπουν μία αλήθεια, να τη δηλώσουν. Χώρια που είναι αστείο να θυμούνται το τεκμήριο αθωότητας κάποιοι μόνο για όσους έχουν ισχυρούς φίλους, ενώ το λησμονούν για “πρεζάκια”, “αδερφές”, μετανάστες και οροθετικές γυναίκες.
Εγώ σε πιστεύω, αδερφή μου. Εγώ σε πιστεύω, παιδί μου.
*Η Βίκυ Σαμαρά είναι από τον Τύρναβο και σήμερα είναι αρχισυντάκτρια πολιτικού του News 24/7. Σπούδασε στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στην Ελευθεροτυπία, ενώ υπήρξε επί σειρά ετών συντάκτρια της Απογευματινής, αρμόδια για το ρεπορτάζ της Νέας Δημοκρατίας και το κυβερνητικό ρεπορτάζ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε σήμερα στην ιστοσελίδα news247.gr