Ο εφιάλτης της ακροδεξιάς βίας και των φασιστικών επιθέσεων, με τις οποίες η ελληνική κοινωνία θεώρησε μάλλον πρόωρα ότι είχε ξεμπερδέψει μετά την ιστορική δίκη της Χρυσής Αυγής και την καταδικαστική απόφαση, επέστρεψε ξανά τις τελευταίες ημέρες.Οι ναζιστικοί χαιρετισμοί στα σχολεία της Θεσσαλονίκης, οι οπλισμένοι μαθητές, αλλά και οι επιθέσεις κατά μελών της ΚΝΕ αλλά και του ΚΕΕΡΦΑ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ήρθαν για να θυμίσουν ότι η μάχη ενάντια στην ιδεολογία του μίσους είναι συνεχής.
Οι πρόσφατες επιθέσεις αποτελούν άλλη μια απόδειξη ότι οι ακροδεξιές ομάδες δράσης συνεχίζουν να επιδίδονται στο σπορ που γνωρίζουν καλά, αυτό του ψαρέματος στα θολα νερά της φτώχειας και του αποκλεισμού των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια ώρα στοχεύουν και στον προσηλυτισμό μελών από τη δεξαμενή του «φρέσκου» αντιεμβολιαστικού κινήματος δημιουργώντας ένα χυλό μίσους εκμεταλλευόμενοι και την ευαλωτότητά τους στη συνωμοσιολογία.
Για όσους είχαν μελετήσει το φαινόμενο της «Χρυσής Αυγής», οι πρόσφατες επιθέσεις δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, καθώς ξεκάθαρα σημειώνουν ότι δεν αρκεί μια ιστορική δίκη για να ξεμπερδέψεις με το τέρας του φασισμού. Ηταν ένα πολύ σημαντικό βήμα, αλλά όχι το μοναδικό.
Το υπουργείο Παιδείας καθυστερημένα και μάλλον ράθυμα αναφέρθηκε σε ναζιστικές συμπεριφορές χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μέλη της κυβέρνησης σταμάτησαν να φλερτάρουν με την επιχειρηματολογία περί ίσων αποστάσεων και δύο άκρων.
Και μέσα σε όλα αυτά λειτουργούν και το ηλεκτρονικό κατάστημα ρούχων δίνοντας με κάθε αγορά δώρο ένα …εθνικιστικό αυτοκόλλητο.
Το πρόβλημα δε σταματά με την καταδίκη
«Το πρόβλημα δε σταμάτησε επειδή καταδικάστηκε η Χρυσή Αυγή. Το πρόβλημα του ναζισμού στην Ελλάδα είναι υπαρκτό. Το ότι ο ναζιστικός χώρος λούφαξε μετά την καταδίκη, δε σημαίνει ότι σταμάτησε να υπάρχει» επισημαίνει στο «ethnos.gr» ο καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Δημήτρης Χριστόπουλος αναφερόμενος στις πρόσφατες επιθέσεις.
Προσθέτει μάλιστα ότι το ζήτημα είναι παρόν «διότι υπάρχουν άτομα, τα οποία βρίσκονται στα ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης που είναι τα πιο αποκλεισμένα σχολεία, είναι παρόν διότι πιστεύουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να δίνουμε το όνομα που θέλουμε στους άλλους λαούς, διότι έχουμε τους μετανάστες μέσα στα συρματοπλέγματα. Κι όλα αυτά δεν τα κάνουν οι φασίστες. Αυτά τα κάνει η επίσημη πολιτική μιας χώρας. Απ΄αυτά νομιμοποιούνται αυτοί οι άνθρωποι. Δεν είναι εκτός του τραπεζιού της πολιτικής. Είναι μέσα αυτές οι αντιλήψεις. Οσο θα υπάρχουν αυτά, τόσο θα βρισκόμαστε ενώπιον της ανάγκης κάθε λίγο και λιγάκι να διαχειριστούμε αυτού του είδους τα ξεσπάσματα» προειδοποιεί.
Οσο για την τρέχουσα συγκυρία ύστερα από δύο χρόνια πανδημίας, ο κ. Χριστόπουλος τονίζει ότι υπάρχει ένας χυλός συνωμοσιολογίας και ακραίας δεξιάς ιδεολογίας. «Φυσικά και το θέμα της πανδημίας έπαιξε το ρόλο του όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού. Εδώ μπήκαν οι αντιεμβολιαστές μέσα στο Καπιτώλιο».
Διευκρινίζει, πάντως, ότι όλα αυτά είναι επιπρόσθετοι όροι μέσα από τους οποίους αναπτύσσεται το φαινόμενο: «Δεν είναι ατυχήματα. Τώρα ήταν η πανδημία, πιο πριν ήταν το προσφυγικό, το οικονομικό… Αν κάτι πρέπει να κάνουμε είναι να σκεφτούμε ότι μια δικαστική απόφαση είναι καλή και άγια πλην όμως όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά αν την αφήσουμε μόνη, τελικά θα είναι το ατύχημα στην ιστορία, ενώ ο δρόμος θα πηγαίνει προς την κακή κατεύθυνση. Για να υλοποιήσουμε το πνεύμα της απόφασης του περσινού δικαστηρίου, θα πρέπει συνολικά να σκεφτούμε να διώξουμε αυτές τις ιδεολογίες μέσα από τις ζωές μας».
Σύμφωνα με τον ιδιο, η παρούσα κυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει αυτή τη βούληση, αλλά «αντιθέτως, έχει τη βούληση με κάθε τρόπο να προσπαθεί να νομιμοποιήσει την άκρα δεξιά μέσα από το ξέπλυμά της και από τη θεωρία των δύο άκρων νομίζοντας έτσι ότι <καθαρίζει>».
Ο καθηγητής εκτιμά ότι οι πρόσφατες επιθέσεις δεν είναι κεντρικά καθοδηγούμενες. Ακόμα. Πιθανότατα καλύπτουν ένα χώρο που βρίσκουν κενό. Προσθέτει όμως ότι όσο το μήνυμα που εκπέμπεται είναι μήνυμα συγκατάβασης, τόσο αυτές οι αντιλήψεις θα βγαίνουν πάλι από το καβούκι τους θελοντας να διεκδικήσουν έναν κοινωνικό ρόλο: «Γι΄αυτό οι θεσμοί θα πρέπει να λειτουργούν άμεσα και η κοινωνία να έχει ανοιχτά τα μάτια της, να αντιδρά, να μην ιδιωτεύει σε τόσο σοβαρά πράγματα. Αν υπάρχει ένα κίνημα μέσα στην κοινωνία που δείχνει τα δοντια του στο φασισμό, τότε και τα δικαστήρια θα αποφασίζουν ακούγοντας την κοινωνια. Πρέπει να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά. Χωρίς πανικό, αλλά με επαγρύπνηση. Η ελληνική κοινωνία είναι μια κοινωνία που έχει αντιφασιστικά χαρατηριστικά και αντανακλαστικά και το έδειξε στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής».
Αυτοεκπληρούμενη προφητεία η θεωρία των δύο άκρων
Για μια διαρκώς καλλιεργούμενη αίσθηση εφησυχασμού ότι ξεμπλέξαμε, ότι η ακροδεξιά δεν υπάρχει πια από κάποιες πλευρές από την επομένη κιόλας της καταδικαστικής απόφασης για τη Χρυσή Αυγή, κάνει λόγο ο εκπαιδευτικός και διευθυντής του Σημείου για τη μελέτη και την αντιμετωπιση της ακροδεξιάς, Κωστής Παπαιωάννου.
«Κι όμως σε επίπεδο θεσμικό η όσμωση ανάμεσα σε τέτοιες ομάδες και σε παράγοντες ειτε αθλητικούς είτε τμήματα της ελληνικής αστυνομίας συνεχίζει να υπάρχει. Δε δρα η Χρυσή Αυγή όπως την ξέραμε, αλλά προφανώς ομάδες και κομμάτια υπάρχουν, στρατολόγηση νεων γίνεται και το χειρότερο απ΄όλα είναι πως υπάρχει μια κανονικοποίηση του λόγου της Χρυσής Αυγής από τα ΜΜΕ, από την πολιτική ταξη της χώρας, από λόγο βουλευτικό ή κυβερνητικό. Υπάρχει υπουργοποίηση προσώπων οι διαδρομές των οποίων είναι πολύ συναφείς με τις διαδρομές του ακροδεξιού περιθωρίου. Αρα η δίκη ήταν ιστορική και η απόφαση καταλυτική, αλλά αποδεικνύται περίτρανα αυτό που λέγαμε από την επόμενη μέρα οτι είναι σημαντική, αλλά δεν αρκεί» υπογραμμίζει.
Οσο για τους καταδικασθέντες, ο κ. Παπαιωάννου τονίζει ότι η Πολιτεία δε θα πρέπει να δείχνει ανοχή στη δράση τους, στη δραστηριότητά τους, στο να αναπτύσσουν επικοινωνιακή καμπάνια μέσα από τη φυλακή ή να έχουν ευνοική μεταχείριση, όπως καταγγέλλεται, οι κατάδικοι βουλευτές της ΧΑ με μεροκάματα ή μεταγωγές σε αγροτικές φυλακές: «Αυτά δε γίνονται έτσι εύκολα για τους κρατούμενους στις φυλακές στη χώρα μας».
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή τη στιγμή το μήνυμα ότι δεν μπορεί να γίνει ανεκτή μια επανάληψη της υπόθεσης της ΧΑ οφείλει να είναι έντονο καθώς – όπως επισημαίνει – «η κλιμάκωση των τελευταίων ημερών είναι εξαιρετικά ανησυχητική. Δεν πρόκειται για 15 θερμοκέφαλα πιτσιρίκια που μπλέχτηκαν σε ένα επεισόδιο, όπως πήγε να παρουσιαστεί στην αρχή. Μετά τα συμβάντα της Θεσσαλονίκης μέσα σε λίγες μέρες πήγαμε στην επίθεση στην ΚΝΕ και μετά στην επίθεση στο ΚΕΕΡΦΑ. Το καλοκαίρι του 2013 είχαμε μια αντίστοιχη ιλιγγιώδη πορεία. Δε λέω ότι η κατάσταση είναι όμοια, αλλά είναι ανησυχητική. Αν την πρώτη – δεύτερη μέρα που γίνεται κάτι τέτοιο, υπάρχουν προσαγωγές και συλλήψεις από την αστυνομία και κατηγορίες για βαριά αδικήματα από τη δικαιοσύνη, αυτό κάπως ανακόπτει αυτήν την πορεία. Φαίνεται ότι τώρα μοιάζει να υπάρχει μια θεσμική αντίδραση».
Ο κ. Παπαιωάννου ξεκάθαρα τονίζει ότι δεν πρόκειται για συγκρουόμενα άκρα. Και εξηγεί: «Αυτή η διαρκής καλλιέργεια της θεωρίας των δύο άκρων είναι μια αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία. Αν υποθέσουμε ότι το ένα άκρο είναι η δημοκρατία και το άλλο οι νεοναζί και διαρκώς αφήνουμε τους νεοναζί αποχαλινωμένους, κάποια στιγμή η θεωρία θα επιβεβαιωθεί. Κάποια άλλη ομάδα θα συσπειρωθεί είτε για να αμυνθεί, είτε για να αντιδράσει. Αυτό γίνεται τώρα».
Σε κάθε περίπτωση ο κ. Παπαιωάννου θεωρεί ότι η περσινή καταδίκη, θα ήταν καλό να ακολουθηθεί από έναν αναστοχασμό από την πλευρά των θεσμών. «Θα ήθελα και η ελληνική Δικαιοσύνη που έφτασε σε μια ιστορική απόφαση που την τιμά, να τη συνόδευε και από έναν αναστοχασμό για την καθυστέρηση που είχε επιδείξει και την απροθυμία πριν το 2013. Διότι εάν είχε γρήγορα συσχετίσει τις υποθέσεις με ρατσιστικό κίνητρο, ενδεχομένως κάποιοι άνθρωποι να είχαν γλυτώσει τη ζωή τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα», καταλήγει.
Είναι σύννομη η λειτουργία της ΧΑ μετά την καταδίκη;
Πως όμως μπορεί μία εγκληματική οργάνωση να διατηρεί πολυχώρους, να διαφημίζει και να πουλά βιβλία, να διοργανώνει συγκεντρώσεις. Την απάντηση δίνει ο αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Χάρης Τσιλιώτης: «Στη δίκη δικάστηκαν τα στελέχη της ΧΑ, τα οποία μεταξύ άλλων καταδικάστηκαν και για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Ομως το γεγονός ότι χαρακτηρίστηκε εγκληματική οργάνωση από το ποινικό δικαστήριο, δε σημαίνει ότι απαγορεύτηκε η ύπαρξή της. Δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο στη νομοθεσία και μάλιστα κατά την κρατούσα άποψη θεωρείται και αντισυνταγματική η απαγόρευση κόμματος, όπως αντίθετα ισχύει στη Γερμανία όπου προβλέπεται απαγόρευση με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου» σημειώνει.
Ο ίδιος, πάντως, αναφερόμενος στα πρόσφατα περιστατικά, εκτιμά ότι δεν πρόκειται για αναβίωση της ΧΑ, «ωστόσο εάν δεν το προσέξουμε ο κίνδυνος είναι εξίσου μεγάλος. Η λύση βέβαια δεν είναι την ακροδεξιά βία να την αντιμετωπίσεις με άλλους είδους βία. Η Πολιτεία έχει το μονοπώλιο της βίας και δεσμεύεται να το ασκεί τηρουμένων των δικαιοκρατικών αρχών της νομιμότητας και της αναλογικότητας».
Προσπάθεια ανασύνταξης και στη Θεσσαλονίκη
Στη Θεσσαλονίκη, πάντως, έχει γίνει εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα αντιληπτή μια προσπάθεια ανασύνταξης ακροδεξιών ομάδων: «Μετά την καταδίκη της ΧΑ είχε φανεί μια κάμψη. Εκεί που στα σχολεία συναντούσες παλαιότερα μαθητές, οι οποίοι τη θεωρούσαν παράδειγμα προς μίμηση στα χρόνια της μεγαλυτερης ισχύος της, πλέον ήταν απολύτως αποδεκτό από τους περισσότερους – σχεδόν αναντίρρητα – ότι πρόκειται για εγκληματική οργάνωση» λέει η Πόπη Σαραιδάρη, εκπαιδευτικός και μέλος του Δ.Σ. της Ε’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης.
Η ίδια δε θεωρεί, πάντως, καθόλου τυχαίο ότι τα περιστατικά στα δύο ΕΠΑΛ σημειώθηκαν στα δυτικά προάστια: «Οι μαθητές των ΕΠΑΛ θεωρούνται λανθασμένα παιδιά ενός κατώτερου Θεού. Την ίδια ώρα οι δυτικές περιοχές είναι περιοχές με μεγαλύτερα προβλήματα. Τα παιδιά δύσκολα βλέπουν μέλλον. Αισθάνονται ότι ζουν σε ένα περιβάλλον μειονεκτικό».
Οσο για την αντίδραση του αρμόδιου υπουργείου, σημειώνει ότι καθυστέρησε και αρχικά κράτησε ίσες αποστάσεις.
Η κυρία Σαραιδάρη ξεκαθαρίζει ότι οι συλληφθέντες στους οποίους βρέθηκαν όπλα θα πρέπει να δικαστούν και να τιμωρηθούν: «Είναι άλλο να υποστηρίζεις ιδέες και άλλο να κραδαίνεις μαχαίρια. Τα άτομα αυτά δεν έχουν καμία θέση στο σχολείο. Αλίμονο όμως αν λέγαμε ότι όσα παιδιά ίσως επηρεάστηκαν απ΄αυτές τις ιδέες είναι όλα φασίστες. Είναι πρωτίστως παιδιά και τα παιδιά δεν τα αντιμετωπίζουμε εχθρικά».
Να σημειωθεί ότι η ΟΛΜΕ έχει ήδη ζητήσει από το υπουργείο Παιδείας να κηρυχθεί η 7η Οκτωβρίου ημέρα αντιφασιστικής δράσης στα σχολεία.