Ερώτηση του Β. Κόκκαλη προς τον υπουργό Ανάπτυξης Α. Γεωργιάδη
Ως «ατελέσφορη και προσχηματική» χαρακτηρίζει ο βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. κ. Βασίλης Κόκκαλης, τη «δεύτερη ευκαιρία» του εξωδικαστικού μηχανισμού για φυσικά και νομικά πρόσωπα, με ερώτησή του προς τον αρμόδιο υπουργό Ανάπτυξης κ. Άδωνι Γεωργιάδη.
Μάλιστα, ο Λαρισαίος πολιτικός ρωτά το κυβερνητικό στέλεχος αν ισχύουν τα στοιχεία που προκύπτουν από την 12η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2021 με στοιχεία έως τέλη Οκτωβρίου 2021) και η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της χώρας αναφορικά με την δυσμενή πορεία των αιτήσεων.
Αναλυτικά η ερώτηση του κ. Κόκκαλη: «Από τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους ενεργοποιήθηκε η πλατφόρμα του Εξωδικαστικού Μηχανισμού, στην οποία φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις μπορούν να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής για να προβούν σε ρύθμιση των χρεών τους. Ωστόσο, οι «παγίδες» εις βάρος των οφειλετών που επιχειρούν να ενταχθούν στον μηχανισμό, όπως η απουσία δικαστικού ελέγχου της διαδικασίας και η περιορισμένη αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι ουσιώδους σημασίας και αφήνουν απροστάτευτους τους οφειλέτες και την περιουσία τους.
Καταρχάς οι τράπεζες – χρηματοδοτικοί φορείς – funds, διατηρούν διακριτική ευχέρεια ως προς την υποβολή πρότασης ρύθμισης οφειλών και ως προς το περιεχόμενο της και δεν υποχρεούνται σε κάθε περίπτωση που τους απευθύνεται αίτηση να υποβάλουν προτάσεις. Η προαιρετική συμμετοχή των πιστωτών, οι οποίοι ακολούθησαν ενιαία και συμφωνημένη τακτική, την τακτική της αποχής από τις εν λόγω διαδικασίες, αποτελεί λόγο αποτροπής των οφειλετών από την ένταξη στην διαδικασία. Και τούτο εξηγείται ευχερώς, καθότι η σχέση δανειστή – δανειολήπτη δεν είναι μια σχέση ισότιμη. Ο δανειστής (τράπεζα ή fund) δεν θα δεχθεί εκουσίως και χωρίς νομοθετική επιβολή να μπουν κανόνες που θα εξασφαλίζουν διαπραγματευτική ισορροπία των μερών και έλεγχο της βιωσιμότητας των προτεινόμενων λύσεων.
Και ενώ από τη διαδικασία παρατηρείται, ότι ο δανειολήπτης υποχρεούται να παρέχει πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία που αφορούν τον ίδιο, την οικογένεια και τους οικείους του, οι τράπεζες, δεν υποχρεούνται και δεν παρέχουν καμία πληροφόρηση. Έτσι, παραμένει άγνωστο, πώς εκτιμούν οι ίδιες τις οφειλές (βιώσιμες ή μη και μέχρι ποιου ύψους), πώς εκτιμούν τις εμπράγματες ασφάλειες, τις εξασφαλίσεις ή τις τυχόν καλύψεις των οφειλών και ποια είναι η εύλογη αξία οφειλών, εμπράγματων ασφαλειών και καλύψεων, εάν από τη διαχείριση της κάθε οφειλής αποκόμισαν πρόσθετα κέρδη (π.χ. μέσω τιτλοποίησης της οφειλής, μέσω αναβαλλόμενης φορολογίας επί των τόκων της οφειλής, μέσω της μη φορολόγησης των μη λογιστικοποιημένων τόκων του αρ 150 του Ν. 4261/2014) και σε τι ύψος ανήλθαν τα οφέλη αυτά, ώστε ενδεχομένως να συνυπολογιστούν στην τελική πρόταση ρύθμισης κ.λπ. Εκτιμάται ότι αυτή η προκαταβολική, χωρίς έννομες συνέπειες για τους πιστωτές, άρση του απορρήτου του οφειλέτη, ενδυναμώνει έτι περαιτέρω τη θέση του πιστωτή, ο οποίος δύναται να λάβει το σύνολο των απαιτούμενων πληροφοριών, να δηλώσει ότι δεν συμμετέχει στη διαδικασία ή ότι δεν υποβάλει πρόταση ρύθμισης και εν συνεχεία να προβεί, με βάση τις χορηγηθείσες από τον οφειλέτη αναγκαίες πληροφορίες, σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του.
Ακόμη, η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στις τράπεζες ως προς τη συμμετοχή τους στη διαδικασία, την υποβολή ή μη πρότασης, την αξιολόγηση της βιωσιμότητας ή της φερεγγυότητας του οφειλέτη, την ακολουθούμενη μεθοδολογία, το υπολογιστικό μοντέλο, τον προσδιορισμό της ικανότητας αποπληρωμής, τον έλεγχο των οφειλών (κατά είδος και κατά ποσό) και την εν γένει διαδικασία είναι απεριόριστη και μη ελέγξιμη είτε δικαστικά είτε με άλλο τρόπο. Το γεγονός αυτό αποστερεί από τον οφειλέτη την εξασφάλιση συνθηκών διαπραγματευτικής ισοδυναμίας και ελέγχου τυχόν καταχρηστικών συμπεριφορών των μερών. Η εξασφάλιση δικαστικού ελέγχου θα προσέδιδε στη διαδικασία ειδικό κύρος και τις απαραίτητες θεσμικές εγγυήσεις για την εξασφάλιση λυσιτελών ρυθμίσεων σε καθεστώς δικαίου και ισονομίας, με αποφυγή φαινομένων καταστρατήγησης της διαδικασίας από τα εμπλεκόμενα μέρη.
Ο Νόμος δεν προβλέπει ούτε ελάχιστη ή μέγιστη διάρκεια ρύθμισης, ούτε προβλέπει ελάχιστα ή μέγιστα ποσοστά διαγραφής οφειλών, ούτε εξασφάλιση από τυχόν ρευστοποίηση της πρώτης κατοικίας ή έτερου ακινήτου. Ο νόμος σαφώς ορίζει ότι για τα χρέη στο Δημόσιο (εφορία και αφαλιστικούς φορείς) οι δόσεις δύνανται να ανέλθουν έως 240, με 50 ευρώ ελάχιστη δόση, επιτόκιο 5% και υπό προϋποθέσεις διαγραφή μέρους της οφειλής. Για τους χρηματοδοτικούς φορείς (τράπεζες και funds) ο νόμος δεν θέτει κανένα κανόνα και καμία υποχρέωση, παρά μόνο επαναλαμβάνει την προαιρετικότητα τόσο ως προς τη συμμετοχή τους όσο και ως προς την προτεινόμενη ρύθμιση. Άλλωστε, αν οι χρηματοδοτικοί φορείς ήθελαν να προβούν σε γενναίες ρυθμίσεις που θα περιλαμβάνανε και διαγραφές, θα μπορούσαν να το έχουν κάνουν διμερώς καταθέτοντας τις προτάσεις τους απευθείας στον οφειλέτη, δίχως να απαιτείται η συλλογική διαδικασία μιας πλατφόρμας. Άλλωστε, μέχρι τώρα, οι τράπεζες δεν επέδειξαν βούληση διαγραφών(πόσο μάλλον γενναίων) σε διμερές επίπεδο, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις.
Τέλος, υπάρχει περιορισμένη έως ανύπαρκτη αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο νόμος προβλέπει ότι από την υποβολή της αίτησης και μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο περάτωση της διαδικασίας, αναστέλλεται η λήψη και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη καθώς και η ποινική του δίωξη για αδικήματα που αφορούν τις οφειλές για τις οποίες ζητείται η ρύθμιση. Ωστόσο, η αναστολή αυτή είναι περιορισμένη χρονικά (έως 2 μήνες) και δεν καταλαμβάνει τη διενέργεια πλειστηριασμού ο οποίος έχει προγραμματιστεί εντός (3) τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης καθώς και οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια προπαρασκευαστική του πλειστηριασμού από ενέγγυο πιστωτή, ήτοι έκδοση και επίδοση διαταγής πληρωμής καθώς και επιβολή κατασχέσεως.
Τα παραπάνω αποτελούν κάποιους από τους λόγους, που εξηγούν την ανεπιτυχή πορεία του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Σύμφωνα με την 12η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2021 με στοιχεία έως τέλη Οκτωβρίου 2021) και η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της χώρας αναφέρεται:
«Εάν ο εξωδικαστικός μηχανισμός έχει προσελκύσει έντονο ενδιαφέρον με 35.753 αιτήσεις που έχουν ξεκινήσει από τις αρχές Οκτωβρίου 2021 μόνο 512 αιτήσεις έχουν οριστικοποιηθεί και υποβληθεί μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Η πλειονότητα των αιτήσεων που υποβλήθηκαν αφορούσε τουλάχιστον ένα καταγγελθέν δάνειο προς πιστωτικό ίδρυμα, αν και περίπου το 9% των αιτήσεων συνδέονταν με δάνεια με καθυστέρηση μικρότερη των πενήντα (50) ημερών».
Επειδή, είναι προφανές πως η εξήγηση για την ανεπιτυχή πορεία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, έγκειται σε όλες τις παραπάνω περιγραφόμενες ελλείψεις και στην υπερέχουσα θέση των πιστωτών έναντι των οφειλετών, όπως επίσης και στην έλλειψη προστασίας της ακίνητης περιουσίας των οφειλετών, ακόμη και της πρώτης κατοικίας.
Επειδή, δεν υφίσταται εκ μέρους των τραπεζών δέσμευση ως προς τη μη άσκηση μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης από την υποβολή της αιτήσεως έως και την περάτωση της διαδικασίας, η οποία δεν καλύπτει ούτε τους ευάλωτους.
Επειδή, ο Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων στον οποίο θα περνάνε τα ακίνητα-πρώτες κατοικίες των ευάλωτων νοικοκυριών που θα πτωχεύουν, η διαδικασία θα κινηθεί εντός του 2022, καθώς εμφανίζεται σημαντική καθυστέρηση στην προκήρυξη.
Κατόπιν τούτων, ερωτάται ο κ. Υπουργός:
Ισχύουν τα στοιχεία που προκύπτουν από την 12η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2021 με στοιχεία έως τέλη Οκτωβρίου 2021) και η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας της χώρας αναφορικά με την δυσμενή πορεία των αιτήσεων;
Ποια μέτρα προτίθεται να λάβει η Κυβέρνηση ώστε :
α) να καταστεί γρήγορος, ταχύς και αποτελεσματικός ο εξωδικαστικός συμβιβασμός στην πλειοψηφία των οφειλετών;
β) Να τροποποιηθούν οι παραπάνω διατάξεις, ώστε να καταστεί η διαδικασία ασφαλής και ελκυστική για τους οφειλέτες και
γ) για να προστατευθούν κυρίως τα ευάλωτα νοικοκυριά – οφειλέτες από την λήψη εις βάρος της ακίνητης περιουσίας τους μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης από την υποβολή της αιτήσεως έως και την περάτωση της διαδικασίας;»