Οι σχίνοι θα κάνουν χρόνια να “δακρύσουν” ξανά στα χωριά της Ελάτας, της Βέσσας και του Λιθίου, αφού η πύρινη λαίλαπα σχεδόν ολοκληρωτικά αφάνισε στο πέρασμά της τα μαστιχόδεντρα.
Οι πρώτες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι έχει γίνει στάχτη το 90% των μαστιχόδεντρων σε αυτά τα τρία Μαστιχοχώρια, ενώ σημαντικές ζημιές έχουν υποστεί και οι αντίστοιχες καλλιέργειες στα Μεστά και τους Ολύμπους.
Σε μια περιοχή που η ζωή είναι συνυφασμένη με την καλλιέργεια, τη συλλογή και την επεξεργασία της μαστίχας και με δεδομένο ότι οι σχίνοι χρειάζονται περισσότερα από πέντε χρόνια για να αρχίσουν να δίνουν το «μαγικό δάκρυ» τους, η καταστροφή είναι ανυπολόγιστη.
Χίος και μαστίχα είναι έννοιες αλληλένδετες, καθώς σπάνια ένα αγροτικό προϊόν ταυτίζεται τόσο πολύ με τον τόπο παραγωγής του, μια που τα μαστιχόδεντρα, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν, δεν κατέστη δυνατόν να ευδοκιμήσουν αλλού, παρά μόνο στο νότιο κομμάτι του συγκεκριμένου νησιού.
Η καλλιέργεια του μαστιχοφόρου θάμνου στη νότια Χίο και η εξαγωγή της αρωματικής μαστίχας συνιστούν μία μοναδική, παγκοσμίως, παραδοσιακή καλλιέργεια, γι αυτό και πλέον η Μαστίχα Χίου βρίσκεται και υπό τη σκέπη της UNESCO, που την ενέταξε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Το μαστιχόδεντρο
Ο μαστιχοφόρος σχίνος (Pistacia Lentiscus var. Chia) είναι αειθαλής θάμνος ύψους 2-3 μέτρων, που αναπτύσσεται αργά και φθάνει στην πλήρη ανάπτυξή του μετά από 40-50 χρόνια. Είναι φυτό ανθεκτικό και έχει ελάχιστες απαιτήσεις, γι’ αυτό ευδοκιμεί σε άγονα, πετρώδη και φτωχά εδάφη.
Ζει περισσότερα από 100 χρόνια και η παραγωγή της μαστίχας δεν είναι δυνατή παρά μόνο μετά τον πέμπτο ή έκτο χρόνο φύτευσης του, ενώ μετά τον 15ο χρόνο από τη φύτευσή του η απόδοσή του αγγίζει το μέγιστο.