Του πρέσβη ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΛΛΙΑ
Ο δρόμος της αναζήτησης εξόδου από το τέλμα των σχέσεών μας με την Αλβανία είναι δύσκολος και ανηφορικός. Οι προσδοκίες των Αθηνών για «αλλαγή στάσης των Τιράνων», μετά από κάθε αλβανικές εκλογές, στηρίζονται σε ψευδαισθήσεις. Όπως συνέβη στο παρελθόν, συμβαίνει, πάλι, τώρα.
Τον Ιούνιο του 2013, κάποιοι επέλεξαν να πιστέψουν ότι, με την εκλογή του κ. Έντι Ράμα στη θέση του πρωθυπουργού, όλα θα αλλάξουν πορεία. Αυτό έλεγαν δημόσια εδώ, στην Αθήνα. Κάποιοι άλλοι, τον Ιούλιο του 2010, δέχονταν με ανοιχτές αγκάλες τον τότε πρόεδρο του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αλβανίας κ. Ράμα στον Πόρο. Ενώ, δηλαδή, είχε φροντίσει, ήδη από τον Ιούλιο του 2009, να τορπιλίσει την Συμφωνία για τις Θαλάσσιες Ζώνες ( Α.Ο.Ζ.). Η θέση του ήταν καθαρή και δημόσια.
Παρά τις αδυναμίες τους, η πολιτική των Αλβανών γειτόνων μας δεν εξαρτάται πλέον από την κομματική ταυτότητα ή το όνομα των Πρωθυπουργών. Έχει συνέχεια. Και στηρίζεται σε καθαρές θέσεις. Ας αντιληφθούμε, επίσης, ότι οι επαναλαμβανόμενες από όλους σχεδόν τους Υπουργούς Εξωτερικών, από το καλοκαίρι του 2012 μέχρι πρόσφατα, δηλώσεις του τύπου «ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μας» αντανακλούσαν περισσότερο μιαν ευχή, παρά την πραγματικότητα. Ψευδαισθήσεις αντί της πραγματικότητας!
Η πολιτική και οικονομική μας κρίση και οι επιπτώσεις της στην διπλωματική μας ισχύ αναλύεται σταθερά από τις δομές της Αλβανίας. Ας μην τις υποτιμούμε. Μετά λόγου γνώσης ισχυρίζομαι ότι είχαν και έχουν καλή και ακριβή πληροφόρηση.
Η ερμηνεία που δίνουν, τα τελευταία χρόνια, τα Τίρανα είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο από την Αλβανία την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων. Η ισχυρότερη απόδειξη στα μάτια των ιθυνόντων και των διπλωματών της Αλβανίας είναι ότι η Ελλάδα άνευ προϋποθέσεων -ή άνευ πλήρωσης των προϋποθέσεων- συμφώνησε στην απόδοση του καθεστώτος υποψήφιου για ένταξη στην Ε.Ε. στην Αλβανία, τον Ιούνιο του 2014, επί της Ελληνικής, δηλαδή, Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Αλβανοί εκτιμούν ότι, όταν δίνουμε χωρίς να απαιτούμε αντάλλαγμα, είναι προϊόν αδυναμίας και όχι χειρονομία καλής θέλησης. Χάθηκε, δηλαδή, μια μεγάλη ευκαιρία να θέσουμε από τότε, εντός του πλαισίου των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, την επίλυση των ζητημάτων που μας ενδιαφέρουν και μας ενοχλούν.
Κατά την τελευταία επταετία, τα Τίρανα, ανεξαρτήτως Πρωθυπουργών, κομμάτων και κυβερνήσεων, νιώθουν, κατά συνέπεια, ότι ο νότιος γείτονάς τους χάνει ισχύ. Τώρα, λοιπόν, προστέθηκε και η ρητορική της αλαζονείας. Να μην ξεχνάμε όμως ότι συχνά η Αλβανία, στο παρελθόν, αντιμετωπίσθηκε με υπεροψία από την Ελλάδα.
Για την ελληνική πλευρά δεν υφίσταται Εμπόλεμο. Για την αλβανική, όμως, δεν έχει νομικά αρθεί, εφόσον εξακολουθούν να μην έχουν καταργηθεί και ισχύουν συγκεκριμένοι νόμοι. Καλόν θα ήταν η Αθήνα να προσπαθήσει να καταλάβει την κρίση που προκάλεσε στις σχέσεις μας με τα Τίρανα και την ριζική ανατροπή των ισχυόντων η Ρηματική Διακοίνωση μιας Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ προς την Πρεσβεία της Αλβανίας στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1999. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η αλβανική πλευρά την επικαλείται στις τακτικές συναντήσεις με Έλληνες αξιωματούχους, επιμένοντας σταθερά στην ανάγκη η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, της 28ης Αυγούστου 1987, να περιβληθεί την μορφή και την ισχύ Νόμου.
Διάλογος Αθηνών-Τιράνων
Η ισχύς του Σύμφωνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας, που υπεγράφη το Μάρτιο του 1996, λήγει το 2018. Μπορεί να ανανεωθεί αυτόματα για μια πενταετία, εφόσον δεν καταγγελθεί μονομερώς είτε από την Ελλάδα είτε από την Αλβανία μέσα στο 2017. Τη στιγμή αυτή πιθανολογώ ότι τόσο η Αθήνα, όσο και τα Τίρανα, σταθμίζουν τις επιλογές τους. Τι επιδιώκει η Αθήνα τη στιγμή αυτή;
Εγκατάλειψη, στην πράξη, από την Αλβανία των πράξεων και των λόγων που εξακολουθούν να τίθενται με έμφαση και ένταση, τροφοδοτώντας αρνητικά τα Μέσα Ενημέρωσης, την πολιτική ατζέντα. Δηλητηριάζουν τη νέα γενιά. Αυτό είναι το πλέον ανησυχητικό φαινόμενο.