Του Γ. Λαμπρούλη βουλευτή Λάρισας του ΚΚΕ & Αντιπρόεδρου της Βουλής
Το ΚΚΕ επανέφερε με τη μορφή της Επίκαιρης Επερώτησης την πρόταση νόμου για τις Συλλογικές Συμβάσεις που είχαν επεξεργαστεί και επιδώσει σε όλα τα κόμματα (πλην Χρυσής Αυγής) 513 Εργατικά Σωματεία, Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα στις 18/10/2016.
Τότε, το κόμμα μας είχε ζητήσει άμεσα να συζητηθεί, όμως η κυβέρνηση αρνείται να τη θέσει προς συζήτηση στη Βουλή εδώ και δύο χρόνια!
Η συζήτηση στη Βουλή της Επίκαιρης Επερώτησης του ΚΚΕ ήταν αποκαλυπτική και ταυτόχρονα προκλητική από μεριάς της κυβέρνησης απέναντι στους εργαζόμενους.
Η υπουργός Εργασίας με αστείες δικαιολογίες και προσχήματα, προσπάθησε να απαντήσει στο γιατί η κυβέρνηση κρατάει στο συρτάρι της τη συγκεκριμένη πρόταση, απ’ όταν την κατέθεσε το ΚΚΕ στη Βουλή, τον Οκτώβρη του 2016.
Με μια εικονική πραγματικότητα, που καμιά σχέση δεν έχει με τη βαρβαρότητα που ζουν οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς, προσπάθησε να καλλιεργήσει προσδοκίες ότι με την πολιτική της η κυβέρνηση «ανοίγει δρόμο» για ανάκτηση απωλειών και αποκατάσταση εργατικών δικαιωμάτων.
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Η εκμετάλλευση βαθαίνει και η εργοδοτική επίθεση δυναμώνει, με ευθύνη των προηγούμενων και της σημερινής κυβέρνησης, που θωράκισε και επέκτεινε την αντεργατική νομοθεσία, για την ανάκαμψη της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων, ενώ με το πολυνομοσχέδιο και το Μεσοπρόθεσμο ετοιμάζει νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Από τη μια, η κυβέρνηση «πουλάει φούμαρα» για επαναφορά των ΣΣΕ και αυξήσεις στον κατώτερο μισθό και, από την άλλη, επικαλείται «προβλήματα συνταγματικότητας» και «νομικές ασάφειες» στην πρόταση νόμου των συνδικάτων για να μην τη φέρει στη Βουλή.
Επιβεβαιώνεται ότι αυτό που σχεδιάζουν είναι μια καρικατούρα «επαναφοράς» των κλαδικών Συμβάσεων και «αυξήσεις» στον κατώτερο μισθό τύπου Πορτογαλίας, με 0,80 ευρώ τη μέρα, όταν οι απώλειες των εργαζομένων τα προηγούμενα χρόνια ήταν σαρωτικές.
Τα κυβερνητικά στελέχη αποκαλύφθηκαν όταν από το βήμα της Βουλής αποκάλεσαν «ευχολόγιο» τις δίκαιες διεκδικήσεις των εργαζομένων για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, άμεση επαναφορά των κλαδικών Συμβάσεων κ.ά.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η κυβέρνηση χαρακτηρίζει «παθογένειες» τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις που έχασαν οι εργαζόμενοι στα χρόνια της κρίσης, ξεκόβοντας κάθε συζήτηση για την ανάκτησή τους, για να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Τα ίδια ακριβώς λένε ο ΣΕΒ και οι άλλες εργοδοτικές ενώσεις, που ζητούν την παραπέρα σύνδεση μισθού – παραγωγικότητας, τη διατήρηση του υποκατώτατου μισθού, τη μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, την επέκταση των επιχειρησιακών Συμβάσεων, έναντι των κλαδικών, με ακόμα χειρότερους όρους.
Τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, που τοποθετήθηκαν στη συζήτηση της Επίκαιρης Επερώτησης του ΚΚΕ, έκαναν κριτική στην κυβέρνηση για να υπερασπιστούν τη δική τους αντιλαϊκή πολιτική, και όχι βέβαια για να υποστηρίξουν τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα.
Ειδικά η ΝΔ κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι στο ζήτημα του κατώτερου μισθού εφαρμόζει δικούς της νόμους και ότι σ’ αυτόν τον τομέα υπήρξε …πρωτοπόρα όταν νομοθετούσε το 2012 και το 2013! Συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος χαντάκωσε περισσότερο τους εργαζόμενους και επομένως δικαιούται τα εύσημα του κεφαλαίου!
Η τοποθέτηση του εκπροσώπου της ναζιστικής Χρυσής Αυγής επιβεβαίωσε ότι αποτελεί πιστό σκυλί της εργοδοσίας. Μετά τα δουλεμπορικά γραφεία και τις επιθέσεις σε πρωτοπόρους συνδικαλιστές και εργάτες, εμφανίστηκε στη Βουλή για να ζητήσει νέα προνόμια στους μεγαλοεργοδότες, κάνοντας χυδαίο αντικομμουνισμό.
Το ΚΚΕ, και από το βήμα της Βουλής, έκανε καθαρό ότι στηρίζει με όλες του τις δυνάμεις τους δίκαιους αγώνες των εργαζομένων για δουλειά και ζωή με δικαιώματα και ότι δεν λυπάται κόπο και θυσίες στην οργάνωση της πάλης.
Τελικά η κυβέρνηση αρνείται να συζητήσει την πρόταση νόμου των 513 Συνδικάτων, επικαλούμενη «προβλήματα συνταγματικότητας», «νομικές ασάφειες» και χαρακτηρίζοντας «ευχολόγιο» τις δίκαιες διεκδικήσεις των εργαζομένων! Μόνη διέξοδος για τους εργαζόμενους ο αγώνας για Συλλογικές Συμβάσεις, για αυξήσεις μισθών και συντάξεων, για κατάργηση των μνημονιακών νόμων.