Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΤΣΙΟΣ, Υποστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. ε.α.
Η ιστορία διαδραματίστηκε σε επαρχιακό αστυν. Τμήμα της Λάρισας πριν αρκετά χρόνια. Ήταν ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ και το περιπολικό του γραφείου Ασφαλείας του Τμήματος , προσήγαγε στην υπηρεσία ένα νεαρό ζευγάρι το οποίο συνελήφθη , μετά από αστυν. έλεγχο στο Εθνικό δίκτυο , να κατέχει ποσότητα ηρωίνης , κρυμμένη μέσα στο αυτ/τό τους.
Αμέσως ειδοποιήθηκε ο αρμόδιος αξ/κός που επελήφθη της υπόθεσης και ο δ/τής της υπηρεσίας. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η διενέργεια σχηματισμού δικογραφίας με την αυτόφωρη διαδικασία , όπως ακριβώς ορίζει ο σχετικός Νόμος. Το βασικότερο μέρος της δικογραφίας είχε ολοκληρωθεί , την ευθύνη κατοχής και μεταφοράς της ναρκωτικής ουσίας, ως αυτουργός, «την πήρε πάνω του» ο φίλος της κοπέλας που ήταν μαζί και η κοπέλα με βάση τα στοιχεία της σχηματισθείσας δικογραφίας θα κατηγορείτο ως συνεργός και χρήστης.
Η ώρα είχε περάσει , το κρύο είχε αγριέψει , η βροχή έξω δυνάμωνε και έπεφτε ασταμάτητα και «έδειχνε τα δόντια της» πηγαίνοντας για χιονόνερο, ενώ η νύχτα περνούσε αργά και βαριά για όλους.
Η συλληφθείσα κοπέλα ήταν νέα, αδύνατη, χλωμή , κουρασμένη , έχοντας όμως μία στάση αξιοπρέπειας και ευγένειας πάνω της, και κρατείτο στο θερμαινόμενο γραφείο του Αξ/κού υπηρεσίας και όχι στο κρατητήριο. Οι αστυνομικοί της πρόσφεραν καφέ μαζί με το τσιγάρο που ζήτησε. Ο Δ/της ζήτησε η κοπέλα να παρουσιασθεί στο γραφείο του , που ομοίως είχε θέρμανση , όπως και έγινε. Η αρχή ήταν αμήχανη, σιωπηρή και διστακτική από την νεαρή κοπέλα, η οποία όμως δεν έδειχνε τρομαγμένη , ήταν όμως χλωμή, κουρασμένη και κάπου «χαμένη». Την σιωπή των πρώτων δευτερολέπτων «έσπασε» ο Δ/τής , που την ρώτησε αν φοβάται.
–Δεν τρομάζω κύριε Διοικητά από σας. Ήξερα ότι κάποτε αυτό θα μου συνέβαινε. Θα ακολουθήσω τον δρόμο και τη μοίρα μου και θα περάσω ότι θα μου συμβεί. Ακόμη και την «στενή», ίσως να είναι καλύτερα για μένα σε αυτό το κατάντημά μου, απάντησε στωικά. Κρυώνω όμως, κρυώνω πολύ.
–Στέλιο , φέρε σε παρακαλώ , μια κουβέρτα.
— Ευχαριστώ κύριε διοικητά..
—Θέλεις να σου προσφέρω κάτι ζεστό ;
—Δεν θέλω , ήπια στο άλλο γραφείο. Τσιγάρο θέλω. Μπορείς να μου δώσεις ; Το έχω ανάγκη.
—-Θα σου δώσω Μαρία. Πάρε όλο το πακέτο. Για πες μου τώρα Μαρία, ποια είσαι τελικά ; Πώς έφθασες ως εδώ ;
—Τι να σου πω αστυνόμε. Άφησέ τα καλύτερα και τι θα βγει;
—Τίποτα, αν έτσι νομίζεις.
—-Μέχρι το πρωί όμως θα πρέπει να ειδοποιήσουμε τους γονείς σου. Αστυνόμε το περιμένουν από μέρα σε μέρα, ότι κάποια στιγμή θα χτυπήσει το τηλέφωνό τους , είτε από την αστυνομία, η από το νοσοκομείο, η από γραφείο κηδειών… Ξέρω ότι πεθαίνω κάθε μέρα και μαζί με μένα πεθαίνω και την οικογένειά μου . Οι γονείς μου είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Και οι δυο τους είναι ————, προέρχομαι από ένα ευκατάστατο και πολύ καλό σπίτι . Εχω μία αδελφή που ευτυχώς δεν έχει καμία σχέση με εμένα και την «παραμύθα» μου [το ναρκωτικό στη γλώσσα των χρηστών] και φοβάμαι ότι «θα τους στείλω» πριν από μένα ίσως.
Κάθε μέρα στο σπίτι «έχουμε κηδεία».
Εμπλεξα όταν σπούδαζα ——–στη Θεσ/νίκη και τώρα έχω μπει βαθιά. Το ξέρω ότι κάποια μέρα ίσως πεθάνω «πάνω στην πρέζα» και φοβάμαι να πεθάνω, αλλά δεν μπορώ , είμαι αδύναμη, δεν έχω ψυχικές δυνάμεις , είμαι απόλυτα εξαρτημένη από αυτόν τον «διάολο», τη «νιρβάνα» μου.
—-Γιατί Μαρία δεν προσπάθησες να ξεφύγεις από αυτό το μονοπάτι, αφού γνωρίζεις το μέλλον σου, να ακολουθήσεις κάποια θεραπευτική αγωγή , η να καταφύγεις σε θεραπευτική κοινότητα ; Οι γονείς σου φαντάζομαι ότι θα σε στηρίξουν. Θα με στηρίξουν κύριε διοικητά , άλλωστε πολλές φορές έχουν ζητήσει βοήθεια ψυχολόγου. Εγώ όμως είμαι το πρόβλημα, είμαι εξαρτημένη.
—-Μαρία δεν είμαι κατηχητής , αλλά θα πρέπει να προσπαθήσεις. Να κάνεις μια αρχή , είναι πολύ κρίμα, είσαι νέα και φαίνεσαι γερασμένη, η ζωή είναι μπροστά σου.
—–Ξέρεις Αστυνόμε ότι έχει να μου έλθει «περίοδος» τέσσερα χρόνια ; Ίσως αύριο το ξανασκεφθώ και να το τολμήσω , αλλά φοβάμαι, φοβάμαι πολύ, μήπως ξαναγυρίσω . Μαρία πρέπει να αγωνισθείς , πρέπει να προσπαθήσεις, ξέρω ότι χρειάζεται πολύ μεγάλη θέληση, αλλά επειδή είσαι μορφωμένη κοπέλα, θα σου θυμίσω αυτό που είχε πει ο Μπρέχτ, ότι όποιος αγωνίζεται μπορεί και να χάσει, όποιος όμως δεν αγωνίζεται έχει ήδη χάσει. Καλά τα λες αστυνόμε, αλλά εγώ τώρα βλέπω φαντάσματα και σκελετούς. Κρυώνω, κρυώνω πολύ, τρέμω, είπε κουλουριασμένη στην πολυθρόνα. Είχαν ήδη αρχίσει τα συμπτώματα του συνδρόμου της στέρησης. Ο Δ/τής έδωσε εντολή να μεταφερθεί η κοπέλα στο Κέντρο Υγείας , για να της παρασχεθεί ιατρική βοήθεια, αφού το πρωί θα ακολουθούσε η υπόλοιπη δικονομική συνέχεια.
Η κοπέλα την επομένη, μετά την απολογία της στον εισαγγελέα αφέθηκε ελεύθερη μέχρι την δίκη. Ο φίλος της προφυλακίσθηκε. Οι γονείς της σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Ίσως το μόνο θετικό για αυτούς ήταν η προφυλάκιση του φίλου της. Ο πατέρας της εκμυστηρεύτηκε ότι κάποια στιγμή σκέφθηκε σοβαρά να πάρει όπλο και να σκοτώσει τον φίλο της κόρης του και ας πήγαινε φυλακή, γιατί όταν η Μαρία γύριζε σπίτι , αυτός την ακολουθούσε και την εκβίαζε να επιστρέψει κοντά του , πράγμα που πετύχαινε , με «όπλο» την εξάρτησή της…..
Δεν γνωρίζω το μέλλον της κοπέλας. Πάντα όμως ήθελα να ελπίζω ότι η Μαρία θα συναντούσε ξανά τη ζωή.
ΥΓ.: Το όνομα της Μαρίας δεν είναι το πραγματικό.