ΓΡΑΦΕΙ Ο Μάκης Κουκάλας – αγανακτισμένος
Αυτή είναι η πλατεία τής γειτονιάς μου. Δεν σας τη δείχνω για το χάλι της, ξέρω οι περισσότερες πλατείες στις γειτονιές έτσι και χειρότερα είναι. Περνώντας κάθε μέρα από εκεί αποφεύγω να την κοιτάξω γιατί είναι σαν να ακούω και να βλέπω τα παιδικά χρόνια πριν πολλά πολλά χρόνια.
Εδώ παίζοντας μικροί μπόμπιρες γεμίσαμε με αίμα το χώμα από τούς αγκώνες και τα γόνατα μας, με δάκρυα και κλάμα από το ζόρι τής ήττας, τα γέλια της νίκης μετά από παιχνίδι, το φαγητό από τα κλεμμένα φρούτα τής γειτονιάς, η αναγνώριση και η καταξίωση σαν άνδρες παλεύοντας και νικώντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος.
Και το βράδυ καθισμένες οι γυναίκες τής γειτονιάς, οι μανάδες μας, κουβαλώντας η καθεμία το “σκαμνάκι” να μιλούν ώρες ατέλειωτες και να ηρεμεί η ψυχή τους και να μας περιορίζουν το χώρο παιχνιδιού και να τις ενοχλεί πού και πού η μπάλα ή οι φωνές μας.
Και αργά το βράδυ το σφύριγμα του πατέρα από την αυλή τού σπιτιού σήμανε λήξη παιχνιδιού και μάζεμα στο σπίτι, το δε δεύτερο σφύριγμα σήμαινε ύπνο νηστικός. Κάθε πατέρας και διαφορετικό σφύριγμα.
Η δε βρύση με αρτεσιανό δροσερό νερό να τρέχει συνεχώς κάτω από τον πλάτανο ήταν το ξεδίψασμα μας αλλά και το μπάνιο πριν τον βραδινό ύπνο μιας και τα μπάνια στα σπίτια ήταν σπάνια.
Πόσο μεγάλη μας φάνταζε η δική μας πλατεία στα μικρά μας μάτια.
Και τώρα περνώντας από εκεί να ντρέπεσαι να την κοιτάξεις.
Ντροπή στον Δήμαρχο και το Δημοτικό συμβούλιο όχι για τίποτα άλλο αλλά για την ανικανότητα τους πού άφησαν όλα αυτά τα χόρτα να σκεπάσουν τις φωνές, τα γέλια, τα κλάματα τις αναμνήσεις, τις ίδιες τις γειτόνισσες και τις μανάδες πού οι περισσότερες δεν ζουν πια.
Τουλάχιστον αυτό δεν θα το πετύχουν.