Ανακοίνωση σχετικά με την πρόσφατη επίσκεψη των περιφερειαρχών της χώρας στη Γερμανία εξέδωσε η περιφερειακή παράταξη «Θεσσαλία της Αλληλεγγύης και της Οικολογίας». Η ανακοίνωση έχει αναλυτικά ως εξής: Πληροφορηθήκαμε από σχετικό δελτίο τύπου της Ένωσης Περιφερειών ότι την προηγούμενη εβδομάδα οι περιφερειάρχες της χώρας πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στη Γερμανία.
Μάλιστα, όχι τυχαία κατά τη γνώμη μας και ενώ άλλα λένε στο εσωτερικό για «λαϊκή κατανάλωση», στο πλαίσιο της επίσκεψης επισκέφθηκαν και ένα εργοστάσιο διαχείρισης απορριμμάτων, συναντήθηκαν με τον κ. Φούχτελ, ζητώντας συνεργασία, εκτός των άλλων και στον τομέα της ενέργειας και του τουρισμού, ενώ κάλεσα την κ. Μέρκελ «να επισκεφθεί και πάλι την Ελλάδα για να δει από κοντά τη δουλειά που γίνεται στις 13 αιρετές Περιφέρειες της χώρας».
Με βάση το χρόνο, το περιεχόμενο και τους σκοπούς της επίσκεψης είναι προφανές ότι οι περιφερειάρχες της χώρας – όσο και αν στο εσωτερικό σηκώνουν την «αντιμνημονιακή» σημαία και καταγγέλλουν, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, τις καταστροφικές για το περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας και όχι μόνο (λ.χ. εκμετάλλευση λιγνιτικών κοιτασμάτων κ.λπ.), τις απολύσεις και την οικονομική επιτροπεία που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο, στην πραγματικότητα εξακολουθούν να ενεργούν ως εκπρόσωποι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, υλοποιώντας και προωθώντας μέχρι κεραίας την κυβερνητική πολιτική.
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι – παρά το σάλο που προκλήθηκε με την δημοσιοποίηση, μόλις λίγες μέρες μετά την επίσκεψη της κ. Μέρκελ, πληροφοριών σχετικά με την προώθηση από την ΠΕΔ Θεσσαλίας και τον ΦΟΣΔΑ Λάρισας μίας εν κρυπτώ συμφωνίας με γερμανική εταιρία για τη διαχείριση των απορριμμάτων της περιοχής – οι περιφερειάρχες έσπευσαν να επισκεφθούν ένα τέτοιο γερμανικό εργοστάσιο;
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς ότι – ενώ μόλις πριν λίγες μέρες ο κ. Φούχτελ επιχείρησε συκοφαντήσει με τον πλέον προσβλητικό τρόπο τους έλληνες εργαζόμενους με τον ισχυρισμό του ότι δήθεν «[υ]πάρχουν μελέτες και έρευνες που έδειξαν ότι για εργασίες όσον αφορά την Τοπική Αυτοδιοίκηση απαιτούνται 3000 εργαζόμενοι στην Ελλάδα, ενώ στη Γερμανία η δουλειά διεκπεραιώνεται με 1000 άτομα. Θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις, ιδιαίτερα στους εταίρους που χρηματοδοτούν διαδικασίες στην Ελλάδα, γιατί δεν γίνεται πιο αποτελεσματική εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού και να φανούν τρόποι πώς θα μειωθεί ο αριθμός τους», πιέζοντας έτσι για την εκτεταμένη εφαρμογή του μέτρου των απολύσεων, το οποίο πρώτα απ’ όλα πλήττει την αυτοδιοίκηση – οι περιφερειάρχες επέλεξαν να συναντηθούν μαζί του; Μάλιστα, στο δελτίο τύπου της ΕΝΠΕ, αναφέρεται ότι ο πρόεδρός της, κ. Σγουρός, έκανε και χιούμορ (!) για το θέμα, επισημαίνοντας «την ανάγκη για περικοπές στους 620 βουλευτές του γερμανικού Κοινοβουλίου, αφού στην Ελλάδα, την ίδια δουλειά την κάνουν μόνο 300 βουλευτές».
Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς τη μετατροπή των περιφερειαρχών σε ένθερμους «μερκελιστές» και τη σπουδή τους να ζητήσουν από την κ. Μέρκελ να έρθει να ελέγξει το παραγόμενο στις 13 περιφέρειες έργο, λες και οι αιρετοί από τους πολίτες περιφερειάρχες δεν λογοδοτούν σε αυτούς, αλλά στη γερμανίδα καγκελάριο;
Είναι προφανές ότι οι περιφερειάρχες επέλεξαν να προωθήσουν την κυβερνητική πολιτική, που συνίσταται στην υπαγωγή της χώρας σε καθεστώς διεθνούς οικονομικού ελέγχου, την παράδοση του συνόλου των κερδοφόρων δραστηριοτήτων σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, την κατάργηση της έννοιας του δημόσιου κοινωνικού χώρου. Αγνοούν επιδεικτικά τις αντιδράσεις των ελλήνων πολιτών στην πολιτική αυτή και επιλέγουν να εξυπηρετήσουν τους στόχους της κ. Μέρκελ και του κ. Φούχτελ, οι οποίοι κατά τις επισκέψεις τους στη χώρα μας λειτουργούν ως εκπρόσωποι και μεσάζοντες των συμφερόντων του γερμανικού κεφαλαίου που ενδιαφέρεται να κερδοσκοπήσει, εκμεταλλευόμενο τις συνθήκες που επικρατούν αυτή τη στιγμή στη Ελλάδα.
Ας έχουν όμως υπόψη τους ότι αργά ή γρήγορα οι μάσκες πέφτουν. Και όσα μεγάλα δήθεν «αντιμνημονιακά» λόγια και αν λένε στο εσωτερικό, θα κριθούν και θα απολογηθούν στους πολίτες για την επίσκεψή τους αυτή και για το σύνολο των πραγματικών πολιτικών επιλογών τους.