Με ένα καυστικό αλλά βαθιά πολιτικό άρθρο ο δημοσιογράφος Νίκος Μπογιόπουλος κράζει τον Πέτρο Κωστόπουλο και όλους αυτούς του «επιτυχημένους» που μέσα στην καραντίνα, βρέθηκαν στο Ντουμπάι, με τον ελληνικό λαό να μην μπορεί να πάει ούτε μια βόλτα.
Συγκεκριμένα ο Νίκος Μπογιόπουλος σε άρθρο του στον «Ημεροδρόμο» με τίτλο «Αθήνα-Ντουμπάι: Για να… ξεβλαχέψετε», έγραψε:
Στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έτρεξαν να προϋπαντήσουν τον καινούργιο χρόνο εκλεκτές περσόνες του κορωνοχτυπημένου μας κόσμου.
Εμβληματικές φυσιογνωμίες του διεθνούς τζετ σετ εθεάθησαν στο φημισμένο (όπως μάθαμε) Cipriani του Ντουμπάι και απόλαυσαν “την περίφημη σπεσιαλιτέ του καταστήματος, ριζότο με τρούφα, rib eye steak, κατανάλωσαν άφθονη Dom Perignon και ξεφάντωσαν αγκαλιασμένοι”.
Φοβερό, επίσης, το κέφι, το μπρίο, η διασκέδαση και η “καλή ενέργεια” και στο “Nammos” το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, που όπως μας πληροφόρησε το εξόχως (σε αυτές τις περιπτώσεις) ενημερωμένο Πρώτο Θέμα είναι “το καλύτερο μαγαζί στο Ντουμπάι, όπου χθες μάλιστα πλημμύρισε από τις ορδές Αράβων και Ευρωπαίων, ανάμεσα τους κι αρκετοί δικοί μας…”.
Αυτό, δε (σσ: Αθήνα – Ντουμπάι), ήταν “το δρομολόγιο που έκανε η μισή κοσμική Αθήνα για να γιορτάσει την έλευση του νέου έτους χωρίς περιορισμούς ελέω Covid-19…”, όπου ανάμεσα στην μισή κοσμική Αθήνα ο “ξεβλαχευτής” μας κύριος Πέτρος Κωστόπουλος και ο καλός μας τενίστας Στ.Τσιτσιπάς.
Σημείωση 1η: Όταν θα βλέπετε στα κανάλια τα σούργελα των “ενημερωτικών εκπομπών” να εκρήγνυνται κάνοντας συστάσεις ενάντια στους “ασυνείδητους πολίτες” που δεν επιδεικνύουν την δέουσα “ατομική ευθύνη” και αμέσως μετά να γλυκαίνουν παρουσιάζοντάς σας τις όμορφες στιγμές από τα ρεβεγιόν της χλιδής των Ελλήνων στο Ντουμπάι, παρακαλούμε να συγκρατείστε. Δεν είναι μέρες να χαλάμε το στόμα μας…
Σημείωση 2η: Το ποίημα που ακολουθεί ο Βάρναλης το δημοσίευσε πριν από 90 χρόνια για άλλους λόγους (ιστολόγιο Ν.Σαραντάκος: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία) . Πάντα, όμως, υπάρχει ένα “καλός λόγος” να το θυμάται κανείς:
Σαράντα σβέρκοι βοδινοί με λαδωμένες μπούκλες
σκεμπέδες σταβροθόλωτοι και βρώμιες ποδαρούκλες
ξετσίπωτοι ακαμάτηδες, τσιμπούρια και κορέοι
ντυμένοι στα μαλάματα κι επίσημοι κι ωραίοι.
Εξήντα λύκοι με προβιά (γι’ αυτούς βαράν καμπάνες)
φάγανε γουρουνόπουλα, στραγγίσαν νταμιτζάνες!
Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στα τζάκια,
κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στα μπατζάκια.
Την προσευκή τους κάνανε τα πράματα ν’ αλλάξουν
να ξεπροβάλουν οι κυράδες του Δεκαημέρου
χωρίς καπίστρι και λουρί, πολλές μαζί… (φυλάξου
τα πισινά του μουλαριού τα μπρος του καλογέρου!)
Κι ο Σατανάς τούς άκουσε που πιο καλά τους ξέρει
κι έστειλε τον καθηγητή της ηθικής ξεφτέρι…
Όξω οι φτωχοί φωνάζανε: «Πεινάμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι και γερόντισσες, παιδάκια και μητέρες.
Κι οι των επίγειων αγαθών σφιχτοί νοικοκυρέοι
ανοίξαν το παράθυρο κι είπανε: «Φταιν οι αθέοι».