Η ανακοίνωση της παράταξης
Ο αγώνας και η μαζική κινητοποίηση των συναδέλφων για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια δεν αφορά αποκλειστικά το ερώτημα ναι ή όχι στην αξιολόγηση. Εκφράζει τη συλλογική αντίδραση του κλάδου απέναντι σε μία συνολικά σκληρή νεοφιλελεύθερη και αντιεκπαιδευτική πολιτική που ασκείται από την κυβέρνηση της Ν.Δ. Οι πολιτικές αυτές της απαξίωσης των εκπαιδευτικών και του παιδαγωγικού περιεχομένου του σχολείου, της επίθεσης στα εργασιακά δικαιώματα και στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα, της παράδοσης του δημοσίου αγαθού της παιδείας στους ιδιώτες θα συνεχιστεί και θα ενταθεί το επόμενο διάστημα.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, χρειάζεται σοβαρός σχεδιασμός, υπεύθυνη στάση, αξιοποίηση νέων εργαλείων. Δεν είναι δυνατόν τα σύγχρονα προβλήματα να αντιμετωπίζονται με μεθόδους και πρακτικές του παρελθόντος.
Πρέπει να σταματήσουμε τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ του σωματείου και των εκπαιδευτικών. Η εικόνα Γενικών Συνελεύσεων που παίρνουν αποφάσεις με 10, 20 ή 30 άτομα τη στιγμή που διακυβεύονται τόσο κρίσιμα θέματα, δείχνει ότι έχουμε χάσει την επαφή και ότι χρειάζεται αναπροσαρμογή της στρατηγικής και των μεθόδων του συνδικάτου.
Για να συναντήσουμε τις ανάγκες και τις αγωνίες των συναδέλφων, χρειάζεται μαζί με τους αγώνες να αναπτύξουμε την επικοινωνία, τις κοινωνικές συμμαχίες και κυρίως την παραγωγή σύγχρονων θέσεων με αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού και του think-tank της εκπαίδευσης.
Η σημερινή κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για αυτή την αναδιοργάνωση του συνδικαλιστικού λόγω και πρακτικής. Όταν το 1997 η ΟΛΜΕ βρέθηκε απέναντι στην πίεση που άσκησε ο νόμος 2525/97 του Αρσένη για την αξιολόγηση, παρήγαγε πραγματικά σημαντικές θέσεις για την αυτοαξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, για τις οποίες η Παράταξή μας είναι υπερήφανη αφού υπήρξε ο κύριος συντάκτης τους.
Τι είπαμε για τη νομική διάσταση του ζητήματος:
Δεν μπαίνουμε καν στη λογική να μιλήσουμε για συνέχιση της απεργίας αποχής. Πρόκειται για μία πρόταση που στερείται προοπτικής και υπευθυνότητας και η οποία θα οδηγήσει στον αδιέξοδο εγκλωβισμό του κλάδου.
Η ΟΛΜΕ θα μπορούσε να επαναπροκηρύξει απεργία – αποχή ακόμη και χωρίς να θεραπεύσει τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε παράνομη πρωτόδικα η απεργία, δηλαδή ακόμα και χωρίς να προσφύγει στον ΟΜΕΔ ή να ορίσει ελάχιστο προσωπικό εγγυημένης υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή η απεργία θα κριθεί και πάλι παράνομη μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο.
Ακόμη όμως και εάν η ΟΛΜΕ προχωρήσει σε νέο εξώδικο για την επαναπροκήρυξη απεργίας – αποχής, προσφεύγοντας στο δημόσιο διάλογο ή και ορίζοντας προσωπικό εγγυημένης υπηρεσίας, θα πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει το σκεπτικό και το αίτημα της απεργίας, διότι εάν αυτό δεν γίνει, τότε η απεργία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης και βρίσκεται σε ισχύ η απόφαση του μονομελούς Εφετείου που την χαρακτηρίζει τελεσίδικα παράνομη. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι αν δεν αλλάξει το σκεπτικό του εξωδίκου κανείς δεν είναι καλυμμένος αφού θα συνεχίσει να συμμετέχει σε μία παράνομη απεργία.
Σχετικά με την καταχρηστικότητα: η απεργία αποχή της ΟΛΜΕ δεν χαρακτηρίστηκε ως καταχρηστική από το μονομελές Εφετείο επειδή το δικαστήριο δεν «έφτασε» εκεί. Στην ουσία με νομικούς όρους το ζήτημα της καταχρηστικότητας «παρέλκει» αφού σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου η απεργία είναι «αφ εαυτής παράνομη και περιττεύει έτσι η εξέταση των όρων της για καταχρηστική άσκηση της».
Ο χαρακτηρισμός της απεργίας ως πολιτικής- εάν το δικαστήριο φτάσει στο σημείο να εξετάσει την καταχρηστικότητα της απεργίας -, είναι πολύ πιθανό να γίνει, αφού σύμφωνα με το σκεπτικό του Εφετείου για την αντίστοιχη έφεση της ΟΙΕΛΕ, «η ικανοποίηση του αιτήματος της απεργίας δεν εξαρτάται από τη βούληση του ενάγοντος αλλά από τη βούληση του Ελληνικού κοινοβουλίου». Άρα πάντα σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, «ως πολιτική απεργία είναι παράνομη και καταχρηστική γιατί επιχειρεί να καταργήσει το δικαίωμα της πολιτειακής εξουσίας».
Τα νομικά αυτά ζητήματα θα πρέπει να τα έχει υπόψιν της η Ομοσπονδία εάν τελικά η Συνέλευση των προέδρων καταλήξει σε επαναπροκήρυξη της απεργίας – αποχής. Θα πρέπει βέβαια παράλληλα να υπάρξει η αντίστοιχη ενημέρωση των συναδέλφων.
Τι είπαμε για την πρόταση επαναπροκήρυξης:
Η επαναπροκήρυξη της απεργίας αποχής είναι μία αδιέξοδη πρόταση που πέρα από τα πρακτικά προβλήματα στην υλοποίησή της δεν έχει προοπτική και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού όπως απαιτούν οι σημερινές συνθήκες.
Αυτό που στην ουσία θα συμβεί θα είναι να απομειώνεται διαρκώς η συμμετοχή των συναδέλφων σε έναν τέτοιο αγώνα και να μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ του συνδικάτου και των εκπαιδευτικών.
Εγκλωβίζει σε μία ατέρμονη διαδικασία που τελικά θα ευτελίσει και θα εξαντλήσει το κεφάλαιο της δυναμικής του κλάδου.
Υποστηρίξαμε καθαρά τη συνέχιση του αγώνα με άλλες διαδικασίες: τη συνεργασία και τη συμπόρευση με τις άλλες εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες σε πολύμορφες δράσεις επικοινωνίας, παραγωγής θέσεων και κινητοποιήσεων (η ΔΟΕ είχε ήδη πάρει από χθες απόφαση για τερματισμό της απεργίας αποχής).
Προτείναμε 24ωρη απεργία και νέες Γενικές Συνελεύσεις το Νοέμβριο.
Ψηφοφορία
Σε ψηφοφορία μπήκαν εισηγήσεις των Παρατάξεων και έλαβαν:
ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΚ 4
ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΑΜΕ 10
ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ 10
ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΝΕΚ 9
ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΑΚΕ 2
Στη συνέχεια μπήκε σε ονομαστική ψηφοφορία η πλειοψηφούσα πρόταση της ΕΛΜΕ Πειραιά (ΠΑΜΕ) για επαναπροκήρυξη της απεργίας αποχής με όλα τα νόμιμα μέσα.
Στην πρόταση αυτή συνέκλιναν και οι Παρεμβάσεις που εγκατέλειψαν χάριν μιας πλειοψηφίας που διαμορφωνόταν, τη θέση τους για συνέχιση της απεργίας αποχής.
Η πρόταση για επαναπροκήρυξη πήρε το 54% των ψήφων και δεν εγκρίθηκε από τη συνέλευση των Πρόεδρων αφού όπως είναι γνωστό οι προτάσεις για απεργία χρειάζονται τα δύο τρίτα των ψήφων προκειμένου να εγκριθούν.
Δεν εγκρίθηκε ούτε η πρόταση για 24ωρη απεργία στις 21/10.