Ομιλία του Θωμά Ψύρρα Βουλευτή της ΔΗΜ.ΑΡ σε ημερίδα στη Θεσσαλονίκη
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με ελάχιστα αριθμητικά στοιχεία. Ιστορικά ο αγροτικός τομέας ήταν πάντα σημαντικός για την Ελλάδα. Σήμερα ο πρωτογενής τομέας (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοκομία, αλιεία) απασχολεί το 13% του εργατικού δυναμικού της χώρας (περίπου 500.000 εργαζόμενους).
Η σημασία του ενισχύεται από τις έμμεσες επιπτώσεις που έχει στη βιώσιμη αγροτική και περιβαλλοντική ανάπτυξη καθώς και σε άλλους κλάδους, όπως η μεταποίηση τροφίμων και ο τουρισμός.
Ειδικά οι γεωργικές καλλιέργειες αποτελούν τον πιο σημαντικό κλάδο της πρωτογενούς παραγωγής που συνεισφέρει στο 62% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και το 80% της απασχόλησης του τομέα.
Στην πραγματικότητα ο αγροτικός τομέας αφορά πολλούς περισσότερους εργαζόμενους από όσους δείχνουν τα αυστηρά νούμερα της στατιστικής υπηρεσίας κι αυτό καταδεικνύει τη μέγιστη σημασία του για την ελληνική οικονομία. Συνδέεται άμεσα με τον δευτερογενή τομέα και τον τριτογενή: όπως την μεταποίηση, τις μεταφορές αγροτικών προϊόντων, τον αγροτουρισμό.
Όμως στις σημερινές συνθήκες ο πρωτογενής τομέας έρχεται αντιμέτωπος με σημαντικά προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη του. Και αυτό δεν είναι απλώς μια διαπίστωση ή ένας κενός χαρακτηρισμός σαν αυτούς που πολλές φορές χρησιμοποιούνται στον τρέχοντα πολιτικό λόγο. Καθημερινά αναδύονται μια σειρά από καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο κάθε μελλοντικής πολιτικής για την αναδιάρθρωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και των πολιτικών που τις διέπουν.
Να επισημάνω δέκα προβλήματα – τα οποία κατά τη γνώμη μου σημαντικότερα – που βέβαια δεν καλύπτουν το σύνολο των προβλημάτων:
α) Η απουσία της χωροταξικής οργάνωση των αγροτικών δραστηριοτήτων. Αυτή προκαλεί μεταξύ άλλων και κοινωνικές εντάσεις και τοπικές συγκρούσεις, όπως σε περιπτώσεις που αφορούν την κτηνοτροφία και τις ιχθυοκαλλιέργειες.
β) Τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα διασύνδεσης μεταξύ των κλάδων της πρωτογενούς παραγωγής. Είναι εξαιρετικά ασθενής η σχέση των ανεπτυγμένων κλάδων της πρωτογενούς παραγωγής, μεταξύ δηλαδή γεωργίας και κτηνοτροφίας ή ακόμα και μεταξύ της πρωτογενούς παραγωγής και άλλων τομέων, όπως θα μπορούσε για παράδειγμα με τον τουρισμό. Αυτού του είδους η διασύνδεση θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικές οικονομίες στη χρήση των πόρων, να προσδώσει προστιθέμενη αξία στα προϊόντα και να δημιουργήσει κομβικής σημασίας βραχείες αλυσίδες εμπορίας.
γ) Το σύστημα των στρεβλών επιδοτήσεων – και τονίζω, των στρεβλών – έχει οδηγήσει στην αυτοσυγκέντρωση της παραγωγικής δραστηριότητας σε εντατικές καλλιέργειες και στην επέκτασή τους στον φυσικό χώρο, καθώς και στην εγκατάλειψη των ήπιων και ορεινών καλλιεργειών που έχουν μεγάλη οικολογική αξία. Αποτέλεσμα είναι η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και η απώλεια πολύτιμων τοπίων, ιδιαίτερων πρακτικών, ντόπιων φυλών, γενετικού υλικού και προϊόντων.
δ) Το κόστος παραγωγής παραμένει υψηλό κι ολοένα αυξάνεται.
ε) Το κέρδος εμπόρου – μεταπωλητή αγροτικών προϊόντων παραμένει δυσανάλογα μεγάλο σε σύγκριση με το κέρδος που αποκομίζει ο ίδιος ο γεωργός από τα προϊόντα που παράγει.
στ) Η διείσδυση της Ελλάδας στις κεντρικές ευρωπαϊκές αγορές παραμένει χαμηλή, με μερίδιο κάτω από το 2%.
ζ) Το έντονο εγγειοδιαρθρωτικό πρόβλημα (μέγεθος κλήρου μικρότερο από 50 στρ., πολυτεμαχισμός 6-7 τεμάχια ανά κλήρο). Η κατάσταση του γεωργικού εδάφους καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητα της παραγωγής και προσδιορίζει το βαθμό διείσδυση μιας γεωργίας στη διεθνή αγορά.
η) Η ανορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων (η υφαλμύρωση των αντλούμενων υδάτων και η πτώση της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα αναδεικνύονται σε μείζονα προβλήματα πολλών περιοχών).
θ) Η απαξίωση του συνεταιριστικού κινήματος.
ι) Η σταδιακή υποβάθμιση της Γεωργικής Έρευνας.
Οι προηγούμενες διαπιστώσεις θέτουν μπροστά μας τελικά ένα πολιτικό πρόβλημα. Το πρόβλημα ενός σχεδίου για την αγροτική ανάπτυξη.
Βεβαίως κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η νέα ΚΑΠ έχοντας ως βασική ευρωπαϊκή επιλογή το τρίπτυχο της ανάπτυξης: επένδυση στην έρευνα, στην τεχνολογία και στην καινοτομία, αποτελεί από μόνη της ένα στρατηγικό σχέδιο. Λάθος μέγα! Εμείς είμαστε εκείνοι οι οποίοι πρέπει να επιλέξουμε συγκεκριμένες κλαδικές και οριζόντιες δράσεις που αφορούν το κράτος και τις πρωτοβουλίες των αγροτών. Χρειαζόμαστε λοιπόν όχι μόνο να εφαρμόσουμε ένα συγκροτημένο δίκαιο δημοσιονομικό πρόγραμμα αλλά εμείς να σχεδιάσουμε και εμείς να εφαρμόσουμε ένα μακροπρόθεσμο βιώσιμο νέο μοντέλο ανάπτυξης θέτοντας αμέσως (όχι σήμερα, αλλά χτες) τις προτεραιότητες που θα το υλοποιούν.
Πρέπει να ξεχωρίσουμε: α) τις δομικές και θεσμικές προτεραιότητες β) τις άμεσες προτεραιότητες και δράσεις για την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής γ) τις συγκεκριμένες προτεραιότητες που πρέπει να ακολουθήσουμε για κάθε ένα προϊόν ξεχωριστά.
Πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα “τι πρέπει να κάνουμε”:
Πρέπει:
α) Να ολοκληρώσουμε τα αναγκαία γνωστικά υπόβαθρα και εργαλεία για τη λήψη αποφάσεων τα οποία είναι απαραίτητα για το σχεδιασμό και την οργάνωση της πρωτογενούς παραγωγής, όπως είναι η κτηματογράφηση, οι δασικοί χάρτες, οι γεωργικές περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας κ.ά.
β) Να προχωρήσουμε τη θεσμική μεταρρύθμιση για τους συνεταιρισμούς, τις ομάδες παραγωγών, τους νέους αγρότες, τους νεοεισερχόμενους στο αγροτικό επάγγελμα.
γ) Να μεταρρυθμίσουμε την αγροτική ασφάλιση τον δυσκίνητο ΕΛΓΑ.
δ) Να δημιουργήσουμε θεσμικό πλαίσιο ώστε να ενισχύονται δραστηριότητες που αφορούν καινοτόμα και ποιοτικά προϊόντα.
ε) Να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο με τη φορολογία των αγροτών σε ορίζοντα δεκαετίας τουλάχιστον ώστε ο καθένας αγρότης να γνωρίζει εξαρχής τις υποχρεώσεις του.
στ) Να θεσμοθετήσουμε την παροχή κινήτρων για την κατανομή γης σύμφωνα με την αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας, την παροχή κινήτρων παραγωγικότητας(π.χ. βάσει εξαγωγών) για τόνωση της μαζικής παραγωγής και της συγκέντρωσης της αγοράς, την παροχή κινητών εισαγωγής σύγχρονων μεθόδων διαχείρισης γης και παραγωγής
ζ) Να προωθήσουμε και να εφαρμόσουμε πιστοποιήσεις και σημάνσεις σε προϊόντα και σε παραγωγικές διαδικασίες. Σημαντική είναι η προώθηση της βιολογικής παραγωγής, η οποία πιστοποιεί την εφαρμογή προτύπων βιολογικών πρακτικών στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τις ιχθυοκαλλιέργειες, αλλά και στην μεταποίηση των παραγόμενων προϊόντων. Να δημιουργήσουμε εθνικό σύστημα πιστοποίησης προϊόντων από προστατευόμενες περιοχές.
η) Να αναθεωρήσουμε το σύστημα των ενισχύσεων με σκοπό να ενισχύονται εκείνες οι διαδικασίες που προωθούν τον ανταγωνισμό. Κι αξίζει να σημειωθεί ότι η ΚΑΠ δίνει τη δυνατότητα να διαφοροποιείται η πολιτική ενισχύσεων και να εφαρμόζεται προς όφελος ενός βιώσιμου πρωτογενή τομέα.
θ) Να δημιουργήσουμε το πλαίσιο ώστε να υπάρξει διασύνδεση μεταξύ δραστηριοτήτων και τομέων. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να υπάρξει διασύνδεση μεταξύ τουρισμού και αγροτικής παραγωγής, ώστε να αξιοποιηθούν οι δραστηριότητες του τουρισμού (φιλοξενία, εστίαση) και να αναδειχθούν τοπικές αλυσίδες εμπορίας μεταξύ παραγωγών και τουριστικών επιχειρήσεων με μέτρα που θα ενισχύουν τέτοια επιχειρηματικά σχέδια.
ι)Να υπάρξει σχεδιασμός για την ανάδειξη ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων, μέσα από την αξιοποίηση των τοπικών φυλών, την τυποποίηση και σήμανση ιδιαίτερων τοπικών προϊόντων και την ανάδειξη της μικρής κλίμακας ήπιας παραγωγής και των ιδιαίτερων περιβαλλοντικών, κοινωνικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της.
ια) Να αξιοποιήσουμε τη βαλτωμένη λειτουργία του θεσμού της τράπεζας σπόρων και να δημιουργήσουμε μητρώο ντόπιων φυλών και ποικιλιών.
ιβ) Να δημιουργήσουμε παρατηρητήριο φυτοφαρμάκων και κτηνιατρικών φαρμάκων και να προωθηθεί η παραγωγή γενόσημων στον αγροτικό τομέα.
ιγ) Να ιεραρχήσουμε τον κλάδο της τεχνολογίας τροφίμων ως ένα αναδυόμενο αστέρα της ελληνικής οικονομίας και μέσω Εταιρειών Ελληνικών τροφίμων να πετύχουμε την πρόσβαση στις σημαντικές εξαγωγικές αγορές. Με διαχείριση των logistics εντός και εκτός Ελλάδος (συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών), ανάπτυξη δικτύων λιανέμπορων και χονδρεμπόρων στο εξωτερικό και εκπόνηση προγραμμάτων για τοπικές μικρές και μεσαίες μονάδες.
ιδ) Να δημιουργήσουμε δημοπρατήρια αγροτικών προϊόντων και ιχθυοκαλλιέργειας ώστε να επιτευχθεί ο κύριος στόχος των παραγωγών , δηλαδή η διάθεση η διάθεση των προϊόντων τους στην καλύτερη τιμή.
ιε) Και επειδή η χώρα μας δεν έχει σαφή εξαγωγική στρατηγική, να ιεραρχήσουμε τις εξαγωγικές αγορές και να διαφοροποιήσουμε τη στρατηγικής μας επενδύοντας στην ποιότητα και την ανταγωνιστική τιμή των προϊόντων.
ιζ) Να επανεξετάσουμε εκ βάθρων την εκπαίδευση και κατάρτιση των αγροτών.
ιη) Να εφαρμόσουμε σχέδια διαχείρισης της κτηνοτροφίας που να συμπεριλαμβάνουν την ολοκληρωμένη διαχείριση της βόσκησης, τη δημιουργία κτηνοτροφικών πάρκων, τη διασύνδεση κτηνοτροφίας – γεωργίας, την ανάπτυξη συστημάτων μεταποίησης και εμπορίας.
Η ΔΗΜΑΡ δεν βλέπει την πολιτική της παρουσία ως άμυνα σε χειρότερες επιλογές. Ως πολίτες μιας ελεύθερης κοινωνίας έχουμε το καθήκον να βλέπουμε κριτικά τον κόσμο μας. Αλλά επειδή ξέρουμε τι δεν πάει καλά, οφείλουμε να δράσουμε με βάση αυτή τη γνώση και να μεταρρυθμίσουμε την υπάρχουσα πραγματικότητα μέσα από την κοινή αναζήτηση, την συζήτηση.