Image Not Found

Το τραγικό προνόμιο της Ελευθερίας

Image Not Found
TAFEKHS

Άρθρο του Δρος Θεολογίας και Οικονομολόγου, κ. Αθανασίου Χρυσοβέργη*

Μέ τόν όρο ελευθερία νοούμε γενικά τήν ανεξαρτησία καί απαλλαγή από κάθε επίδραση η βία, εξωτερική η εσωτερική από κάποιο ψυχι­κό πάθος. Ελευθερία είναι ό αύτοπροσδιορισμός τοϋ ανθρώπου, ό οποίος προϋποθέτει τήν ανεξαρτησία από οίονδήποτε εξαναγκασμό.

PANTELIDIS

Ό εξαναγκασμός αίρει τήν αύτονομία τοϋ ανθρώπου η τήν περιορίζει[1]. Ώς ελευθερία δέχονται πολλοί τή δυνατότητα τοϋ ανθρώπου νά επιλέγει μεταξύ στόχων καί, συγχρό­νως, νά συνειδητοποιεί τίς συνέπειες της όποιας επιλογής. Μέ τήν ελευθερία ό άνθρωπος σχεδιάζει, επιλέγει, κτίζει, δημιουργεί. Είναι ό βασικός πυρήνας τοϋ προσώπου, από τό όποίο ξεκινάνε εκρήξεις ελεγχόμενες καί δημιουργικές[2].

Ώστόσο εγείρεται τό ερώτημα, κατά πόσο ό άνθρωπος ενεργεί πάντα απο- λύτως ελεύθερα η ενίοτε εξ ανάγκης[3].

Ή ελευθερία είναι μία συνεχής καί επώδυνη κατάκτηση, είναι μεγάλο αγα­θό, πού καταξιώνει τό ανθρώπινο πρόσωπο, γιατί ταυτίζεται μέ τό είναι τό προσώπου. Δέν είναι ενα στατικό δεδομένο· πάντοτε πραγματώνεται μέ συνε­χείς κατακτήσεις. Είναι μία έννοια αδιαμφισβήτητα θετική γιά τόν άνθρωπο, αφοϋ ιστορικά γι’ αύτή μάχεται καί αύτή λαχταρά. Είμαστε «καταδικασμένοι» νά είμαστε ελεύθεροι, δέν μποροϋμε νά δραπετεύσουμε από τήν ελευθερία μας. Ή ελευθερία είναι ό μοναδικός σκοπός καί η μόνη δικαιολογία γιά τήν ανθρώπινη ύπαρξη (Άλμπέρ Καμύ, Ό Ξένος). Υπήρξαν πάμπολλοι οί αγώνες γι’ αυτήν, αλλά καί οί διατυπωθείσες θεωρίες καί ιδεολογίες, ενίοτε χωρίς καμ- μία εφαρμογή καί λειτουργικότητα στή ζωή.

Εκπρόσωποι τοϋ επιστημονικού κόσμου, κατά κανόνα νομικοί, κοινωνιολό­γοι, ψυχολόγοι, πολιτικοί καί άλλοι διατυπώνουν απόψεις καί αντιλήψεις γιά τήν ελευθερία, οί όποιες χρωματίζονται έκάστοτε από αιωρούμενες φιλοσοφικές απόψεις τοϋ πολιτισμού μας σέ μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό. Ή νομική άποψη γιά τήν ελευθερία είναι η πιό συνηθισμένη καί συγκεκριμένη επισημαίνοντας τή δράση της ελευθερίας σέ αυστηρά καθορισμένα πλαίσια, ώς δυνατότητα πού έχει τό άτομο νά σταθμίζει τίς συνήθειες μιας πράξης του πού σχετίζεται θετικά η αρνητικά μέ τό νόμο. Αυτή η νομική αντίληψη κυριαρχεί ανέκαθεν στίς δομές της οργανωμένης θρησκευτικης καί ηθικης ζωης. «Ή θρησκεία καί η ηθική, ενώ καταρχήν δέν θεμελιώνονται στό νόμο, είναι πολύ δύσκολο ν άπαλλαγοϋν από τό νομικό πνεϋμα της ζωης τών κοινοτήτων καί τών πολιτειών»[4].

Ή ελευθερία εξετάζεται από τούς ψυχολόγους, κοινωνιολόγους καί πολι­τικούς καί ώς πρόβλημα ανεξαρτησίας από διάφορους παράγοντες φυσικούς, ψυχολογικούς καί κοινωνικούς πού καταπιέζουν τόν άνθρωπο μέσα στό περι­βάλλον του. Δέν ξεκινάμε από τό μηδέν. Δέν είμαστε άγραφο χαρτί. Γεννιόμα­στε σέ μία οικογένεια, σέ μία κοινωνία, σ’ εναν πολιτισμό, σέ κάποια χρονική περίοδο. Όλα αυτά μας επηρεάζουν. Τά δεδομένα τοϋ παρελθόντος, είτε βιο­λογικά είτε ψυχολογικά είτε κοινωνικά, λειτουργοϋν κάποτε ώς βάρη. Ό άνθρωπος παγιδεύεται στό παρελθόν. Ή αυθεντική ελευθερία εγκειται στήν αποδέσμευση τοϋ ανθρώπου από τήν αναγκαιότητα κάθε μορφης. Άπό τίς ενστικτώδεις ενορμήσεις καί τά τυφλά πάθη[5].

Ό Irvin Yalom χαρακτηρίζει τήν ελευθερία ώς μία από τίς υπέρτατες αγω­νίες της υπαρξιακής δυναμικής του ανθρώπου, ό οποία είναι συνυφασμένη μέ τόν τρόμο. Ό άνθρωπος είναι ολοκληρωτικά υπεύθυνος γιά τόν δικό του κόσμο -είναι δηλαδή ό δημιουργός του- καθώς καί γιά τό σχεδιασμό της ζωης του, γιά τίς επιλογές καί γιά τίς πράξεις του. Μέ τήν έννοια αυτή η ελευθερία «υπαινίσσεται» κάτι τρομακτικό: ότι κάτω από τά πόδια μας δέν υπάρχει έδα­φος -τίποτα, κενό, άβυσσος. Είμαστε μετέωροι καί επιθυμουμε νά πατήσουμε σέ στέρεο έδαφος καί νά αποκτήσουμε δομή[6]. Τό μεγαλύτερο καί τό πιό επώ- δυνο δώρο του ανθρώπου είναι η ελευθερία. Ή ελευθερία βρίσκει τόν εαυτό της, αν έχει ώς στόχο τήν αναζήτηση της αλήθειας. Τελικά, οί εραστές της ελευ­θερίας γίνονται σύντροφοι της αλήθειας καί οί ακούραστοι αναζητητές της αλήθειας πορεύονται μέ τήν ελευθερία. Ή απραξία είναι ό εχθρός της αλήθειας καί της ελευθερίας· όταν ό άνθρωπος δέν είναι δημιουργικός χάνει τήν ανθρώ­πινη οντότητά του[7].

Οί εκπρόσωποι της Φροϋδικης ψυχολογίας επισημαίνουν τόν δραματικό αγώνα του ανθρώπου, καθώς συγκρούονται οί εσωτερικές του παρορμήσεις πρός τό αντικειμενικό «υπέρτατο εγώ» της οργανωμένης κοινωνίας. Ή σύ – γκρουση αυτή τροφοδοτείται από τίς εκρήξεις του ερωτικού ενστίκτου καί της ερωτικης κυριαρχικότητας.

Οί μαρξιστές φιλόσοφοι από τήν αλλη μεριά θεωρουν πώς μία σπουδαία έκφανση της ελευθερίας είναι η συνειδητοποίηση της κοινωνικης πορείας δια­μέσου της πάλης τών τάξεων, ώστε ό καθένας νά ξέρει τί ρόλο διαδραματίζει σέ τούτη τήν κοινωνική νομοτέλεια[8].

Ό Χάϊντεγκερ καί, στή συνέχεια, ό Σάρτρ διερεύνησαν τή σχέση της ευθύ­νης γιά τόν ανθρωπο ώς ατομο, σέ σχέση μέ τήν ελευθερία. Ό πρώτος πάντα υπογραμμίζει τή διττή φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. Τό ατομο (Dasein) υπάρχει, είναι «εδώ» (da) αλλά συγχρόνως συγκροτεί (φέρει τήν ευθύνη) γιά τόν εαυτό του καί τόν κόσμο. Άπό τήν αποψη αυτή, η ευθύνη είναι αναπό­σπαστα συνδεδεμένη μέ τήν ελευθερία[9].

Ή αποψη του Σάρτρ γιά τήν ελευθερία προχωρεί ακόμα πιό πέρα: Ό άνθρωπος οχι μόνο είναι ελεύθερος, αλλά είναι καταδικασμένος στήν ελευθε­ρία. Επιπλέον, η ελευθερία επεκτείνεται πέραν της ευθύνης γιά τόν κόσμο (δηλαδή της απόδοσης σημασίας στόν κόσμο): Ό καθένας μας είναι επίσης απολύτως υπεύθυνος γιά τή ζωή του, οχι μόνο γιά τίς πράξεις του, αλλά καί γιά τή μή δράση του. Κατά τόν Σάρτρ τό ατομο είναι ό μοναδικός δημιουργός (αυτό εννοεί λέγοντας «ό ανθρωπος είναι τό ον εκείνο πού έχει ώς αποστολή νά είναι Θεός»)[10].

Οί παραπάνω απόψεις είναι ορθές η εσφαλμένες σύμφωνα μονάχα μέ τά επιστημονικά δεδομένα.

Γιά τή Θεολογία όλες αυτές η καί τυχόν αλλες αποτελουν τήν επιφανειακή περιγραφή μιας πραγματικότητας η τών συμπτωμάτων ενός γίγνεσθαι. Ή Θεο­λογία ενδιαφέρεται γιά τό επιστητό πού έχει οργανικά συνυφασμένες φυσική καί μεταφυσική διάσταση, δίχως βεβαίως οί ερμηνείες της νά είναι περιγραφικές του υπερπέραν. Τήν ίδια πραγματικότητα ερμηνεύει -όπως η επιστήμη- καί η Φιλοσοφία, αλλά επισημαίνει τή σημασία τών γεγονότων καί τών μορφών της κοινωνικης πραγματικότητας. Υποστηρίζει, επί παραδείγματι, ότι η ανελευθερία πού χαλκεύεται από τίς διάφορες εξωτερικές καταπιέσεις ψυχολογικης καί κοι- νωνικης προέλευσης δέν μπορεί νά θεραπευτεί μέ τήν απλή εξαφάνιση τών δυσμενών επιρροών, αν στόν ανθρωπο δέν δοθεί η δυνατότητα νά είναι δημι­ουργικός· τότε μονάχα θά είναι ελεύθερος. ’Ελευθερία υπάρχει όπου υφίσταται προσωπική ζωή καί αρα όπου αναδύεται η συνείδηση της ύπαρξης ανάμεσα σέ δύο αβύσσους, στό μηδέν καί στήν τελείωση. Μία φυσιοκρατική η αναγκαστική ώρίμανση του ανθρώπου θά σήμαινε απουσία προσώπου καί ελευθερίας[11].

Ή ελευθερία είναι τό πρώτο καί πολύτιμο δώρο του Θεου στόν ανθρωπο. Πολλά τά χαρίσματα του ανθρώπου, όπως ό νους, ό λόγος, η ευφυΐα, όμως τίποτα πιό θαυμαστό, πιό αινιγματικό, πιό απαράμιλλα ελκυστικό, ακόμη καί τραγικό από τήν ελευθερία. Ή ελευθερία συνενώνει καί προωθεί δημιουργικά όλα τά χαρίσματα του ανθρώπου. Χωρίς τήν ελευθερία δέν θά υπηρχε ίστο- ρική πορεία μέ δύο βασικά χαρακτηριστικά, τίς αλλαγές καί τά προοδευτικά έργα, μέ αλλα λόγια, τήν «καλή αλλοίωση» καί τή «δημιουργικότητα»[12].

Ό άνθρωπος είναι ενας δημιουργός πού δρά συνεχώς, σέ κάθε περιβάλλον μέ τό οδυνηρό ενδεχόμενο νά αστοχεί κάθε στιγμή. Όταν δημιουργεί, μιμείται τόν Δημιουργό του, ό όποίος τόν έφερε στήν ύπαρξη από τό μηδέν (εκ τοϋ μή οντος)[13]. Πλασθείς κατ’ εικόνα καί καθ’ όμοίωσιν είναι συνδημιουργός τοϋ Θεοϋ. Ύψιστο τό προνόμιο αύτό, αλλά καί οδυνηρό σέ περίπτωση αποτυχίας. Ό άνθρωπος κατά μίμηση καί κατά Χάρη γίνεται Θεός, δέν είναι Θεός. Ό Θεός είναι η άκτιστη πηγή της Δημιουργίας. Είναι ό ζωντανός Θεός της Δημιουργίας καί της σωτηρίας τοϋ κόσμου καί τοϋ ανθρώπου, δηλαδή ό Θεός (σανσκριτικό dera = φώς, φωτιά) πού κινείται, ενεργεί καί αγαπά. Μέσα στό περιρρέον κλίμα τοϋ ζωντανοϋ Τριαδικοϋ Θεοϋ της αγάπης καταξιώνεται εξ όλοκλήρου η προσωπική ύπαρξη καί ζωή τοϋ κάθε λογικοϋ πλάσματος. Ό άνθρωπος δέν είναι αύτοζωή η αύτόνομος δημιουργός, κινείται οχι μονάχα σ’ εναν πραγματικό χώρο επιτυχιών αλλά καί στήν περιοχή μιάς «φαντασματικης» καί «αύθυπό- στατης» καί μηδενιστικης ζωης. Κι αν δέν έτεινε σ’ αύτή τή «φαντασματική» περιοχή δέν θά ήταν η ελευθερία κίνηση δημιουργική, αλλά μιά όμοιόμορφη φυσιοκρατική καί μηχανική εξέλιξη[14]. Ύπό τό θεολογικό αύτό πρίσμα διαφω­τίζεται πλήρως καί κάθε αλλη επιστημονική εξήγηση πού κάνει λόγο γιά περιο­ρισμούς της ελευθερίας. Ό ανθρωπος χάνεται όταν πουλήσει τήν ελευθερία του καί γίνει δοϋλος, αλλά αντιδρά καί σέ κάθε σατανική προσπάθεια νά τόν μεταβάλει σέ εξάρτημα μιάς μηχανης[15]. Ό άνθρωπος δέν είναι δυνατόν νά ζήσει μιά αιθέρια καί πνευματική ζωή καί οί πιό υψηλές κατακτήσεις του περνοϋν από ενα ανελέητο, δύσκολο καί αίμάτινο ενίοτε αγώνα. Καλείται νά γίνει συν­δημιουργός παρόλη τήν κτιστότητά του, ωστόσο, αν αστοχήσει, όδηγείται στήν αύτοκαταστροφή καί στόν εκμηδενισμό. Τό μυστήριο της ζωης κρύβεται στά σπλάγχνα τοϋ μηδενός καί στίς κορυφές της δημιουργικης τελείωσης. Έσχατη δυνατότητα της ελευθερίας η αλλοτρίωση τοϋ «είναι» τοϋ ανθρώπου.

Ό,τι ονομάζουμε ελευθερία δέν είναι απλώς μία δυνατότητα όρθολογικης εκλογης ανάμεσα σέ ενδεχόμενα, αλλά η ακραία δυνατότητα γιά τήν αυτοπραγ­μάτωση τοϋ προσώπου, δυνατότητα πού μπορεί νά αυτοαναιρεθεί. Ή αυτοα­ναίρεση της ελευθερίας πού είναι η τραγικότερη αυτοβεβαίωσή της, σημαίνει τήν έκούσια υποταγή τοϋ προσώπου στήν απρόσωπη φύση, ό,τι ονομάζουμε πτώση τοϋ ανθρώπου. Ή πτώση είναι μιά μεγαλειώδης τραγωδία αποκαλυπτι­κή τών απεριόριστων όρίων της προσωπικης ελευθερίας, αλλά καί τών συ- μπαντικών διαστάσεων της αλήθειας τοϋ προσώπου[16] είναι μία διαστροφή της ζωης, στήν όποία η ανθρώπινη ελευθερία είναι η μοναδική δυνατότητα γιά νά πραγματοποιήσει η νά μήν πραγματοποιήσει τό σκοπό της ύπαρξής του κάθε κτιστό[17]. Ό άνθρωπος έχει τή δυνατότητα νά λέει όχι ακόμα καί στή ζωή καί στήν ίδια τήν ύπαρξη, νά λέει όχι στό Θεό πού μόνο η σχέση καί κοινωνία μαζί Του κάνει τήν ύπαρξη υπόσταση ζωης. Στήν αμαρτία τοϋ ανθρώπου, στήν αποτυχία του νά είναι αυτό πού έχει κληθεί νά είναι, βλέπει η Εκκλησία τήν τραγική περιπέτεια της ανθρώπινης ελευθερίας. Στή σχέση Θεοϋ καί κόσμου αναδύεται συναρπαστικό τό μυστήριο της ελευθερίας. Ωστόσο η ελευθερία δέν κινείται στά πλαίσια μιας παντοδυναμίας. Ενίοτε λόγω εσωτερικών η εξωτε­ρικών παραγόντων καί πιέσεων λίγες επιλογές μπορεί νά κάνει. Ή ευθύνη τοϋ κάθε προσώπου εντοπίζεται μονάχα στίς δικές του επιλογές. Έδώ ακριβώς βρί­σκεται τό τραγικό μυστήριο της ελευθερίας. Ένίοτε τά όρια της ελευθερίας συρρικνώνονται μέχρι αφανισμοϋ. Έλευθερία, συνδημιουργία καί συνεργασία είναι τά πρώτα καί μέγιστα δώρα πού χάρισε ό Θεός στά λογικά πλάσματα, στούς αγγέλους καί στούς ανθρώπους. Τό κλειδί της επιτυχίας βρίσκεται στήν ελεύθερη στροφή στό Θεό μέ έργα θεάρεστα, ευγνωμοσύνης, δημιουργίας καί αγάπης. Αυτή η πορεία προσιδιάζει στήν ανθρωπότητα, αλλά καί στήν αγγε- λότητα (Γρηγόριος Παλαμας[18]. Ζωή είναι ό Θεός, αλλοτρίωση η θάνατος είναι η απομάκρυνση από τίς φωτοδοτικές Του ενέργειες. Ό άκτιστος καί απρόσιτος Θεός προσεγγίζεται μέσω της δόξης Του μέ τίς φωτοδοτικές Του Θεοφάνειες[19].

Ή ελευθερία του άνθρώπου δέν είναι διανοητικό δίλημμα υπακοης η απόρ­ριψης του θελήματος του Θεου, αλλά ενεργός προσχώρηση στόν τρόπο ύπαρ­ξης του κτιστου η στόν τρόπο ύπαρξης του ακτίστου ώς αθλημα διαρκές, ισό­βιο, πάντοτε ανολοκλήρωτο αθλημα τροπης του τρόπου ύπαρξης[20]. Ό ανθρω- πος είναι ελεύθερος, αντιστρατευόμενος τήν ίδια του τή φύση. Αυτόν τόν δραματικό διχασμό καλοϋ-κακοϋ, ζωης-θανάτου, δεδομένου στήν ύπαρξη διχα­σμό, τόν σκιαγραφεί παραστατικά ό Άπ. Παυλος στό γνωστό απόσπασμα της πρός Ρωμαίους επιστολης του[21].

Ό ανθρωπος πρέπει νά απελευθερωθεί από τό «εγώ» του, από κάθε εμπι­στοσύνη στή φύση του από τίς αναγκαιότητες καί τούς περιορισμούς της κτι- στότητας. Διευκρινίζεται ότι η ελευθερία από τόν ατομοκεντρισμό είναι ελευ­θερία από τήν υποταγή στίς απρόσωπες αναγκαιότητες της φύσης καί οχι αρνηση της υποκειμενικης ταυτότητας καί αυτοσυνειδησίας[22].

Ή πατερική Θεολογία[23] εύστοχα επιλέγει τόν όρο «αυτεξούσιο» γιά νά δηλώσει τόν χαρακτηρα της ελευθερίας. Χωρίς τό αυτεξούσιο, μήτε ανθρωπος υπάρχει, μήτε υφίσταται τό κατ’ εικόνα Θεου, μήτε γιά λογική ψυχή μπορεί νά γίνει λόγος καί η ηθική διδασκαλία της Αγίας Γραφης καί της Εκκλησίας παραμένει εωλη καί ανευ δικαιολογητικου θεμελίου.

Ό Νικόλαος Καβάσιλας[24] ταυτίζει τό αυτεξούσιο μέ τόν ίδιο τόν ανθρωπο. Έχασε τήν ελευθερία ό ανθρωπος; Έχασες τόν ανθρωπο. Εξ αιτίας του αυτε­ξουσίου ό ανθρωπος έχει τήν οντολογική δυνατότητα νά αντιστέκεται στήν αμαρτία.

Άναφερόμενος στό αυτεξούσιο ό Μέγας Βασίλειος τονίζει: «Άρχή καί ρίζα της αμαρτίας τό εφ’ ημίν καί τό αύτεξούσιον»[25]. Πάντα προέσθαι κατάδεξαι πλήν της ελευθερίας[26].

Ό δέ Γρηγόριος ό Θεολόγος υπογραμμίζει: «Τοϋτον έθετο εν τω Παραδείσω τω αύτεξουσίω τιμήσας…»[27]. Ό Γρηγόριος Νύσσης όρίζει τήν ελευθερία ως «τήν πρός τό αδέσποτόν τε καί αύτοκρατές εξομοίωσιν»[28]. Ό δέ Μάξιμος ‘Ομολογη­τής χαρακτηρίζει τήν ελευθερία ως «αύτεξούσιον κίνησιν της νοεράς ζωης»[29].

Αντίθετη πρός τό αύτεξούσιο τών Πατέρων είναι η έτεραρχία τοϋ Αύγουστίνου καί τών περί τόν Καλβίνον Διαμαρτυρομένων Θεολόγων, οί όποίοι παρερμηνεύοντας κάποια χωρία τοϋ Άπ. Παύλου, κυρίως τό Ρωμ. 8, 29-30 εισηγοϋνται τόν απόλυτο προορισμό[30].

Τό πνεύμα της ελευθερίας κατακλύζει τά Εύαγγέλια καί τίς Άποστολικές επιστολές[31].

Ό ακρατος αύτός σεβασμός της ελευθερίας είναι ακρως ανθρωπιστικός, τονίζει ό Ν. Ματσούκας κάνοντας αναφορά στίς σχετικές δοξασίες περί Χρι- στιανισμοϋ τών σύγχρονων κηρύκων τών ανθρώπινων δικαιωμάτων καί αναφε- ρόμενος στήν καταδίκη τοϋ νόμου της δουλείας (Αριστοτελική θέση) από τόν Γρηγόριο Νύσσης[32].

Ώστόσο η ελευθερία τίποτα δέν θά μποροϋσε νά πραγματώσει αν δέν υπηρχε η νομοτέλεια της τροπης κάθε κτίσματος. Τά κτίσματα είναι «εθελό- τρεπτοι»[33]. Τό κάθε λογικό πλάσμα δέν είναι μονάχα «επιδεκτικό τοϋ βελτίο- νος, αλλά καί επιδεκτικό τοϋ χείρονος».

Σέ αυτό ακριβώς τό σημείο βρίσκεται καί τό τραγικό μεγαλείο τοϋ ανθρώ­που συνδεδεμένο μέ τό πολυθρύλητο δράμα τοϋ μυστηρίου της ανομίας[34].

’Άλλωστε όλη η δημιουργία, αισθητή καί νοητή, υλική καί πνευματική εξε­λίσσεται κατ’ ανάγκη, τρέπεται, αλλοιώνεται, αφοϋ προέρχεται εκ τοϋ μή όντος[35]. Ό Θεός είναι «ανεξελικτικός», τά κτίσματα, άν καί καλά λίαν, υστε- ροϋνται τοϋ τελείου[36]. Ό άνθρωπος λαβών τό κατ’ εικόνα από τόν Θεό δέν ευρίσκετο «εν αποτετελεσμένη τελειότητι»[37], «ουκ εν τη φύσει τό αμαρτάνειν έχοντα, εν τη προαιρέσει δέ μαλλον»[38]. Ή ελευθερία τοϋ ανθρώπου είναι προ­νόμιο μέ ακριβά τιμήματα. Ή τρεπτότητα μέσω της ελευθερίας μπορεί νά απο- βεί δυνατότητα στρεβλης ανάπτυξης, διάβρωσης καί νοσηρης εξέλιξης αγγέλων καί ανθρώπων. Χαρακτηριστική περίπτωση η πτώση τοϋ Εωσφόρου. «Ου γάρ άν εξέπεσεν ό Εωσφόρος ό πρωί ανατέλλων, ούτε συνετρίβη επί της γης, ει φύσει υπηρχε τοϋ χείρονος ανεπίδεκτος»[39]. Ή τρεπτότητα δέν θεωρείται κακό, διότι χάρη σ’ αυτή τά όντα προοδεύουν καί καλλύνονται μέ τή μετοχή στήν καλλοποιό ενέργεια τοϋ Θεοϋ. Ό δρόμος της ελευθερίας είναι δύσβατος, ανη­φορικός καί κατηφορικός, ώστόσο τό κάθε λογικό πλασμα δέν είναι μόνο του· αρκεί νά στρέφεται μέ εμπιστοσύνη καί αγάπη πρός τόν Θεό. Ή αγάπη, η αύξηση της κοινωνικότητας, η ειρήνη, η δικαιοσύνη αποτελοϋν εκφάνσεις της δημιουργικης τελείωσης τοϋ ανθρώπου. Ό φόβος, ό φθόνος, η όδύνη καί η καταστροφή αποτελοϋν εκφάνσεις της αποτυχίας τοϋ ανθρώπου, ό όποίος σάν χάνει τό δημιουργικό του ρόλο, βυθίζεται στήν άβυσσο τοϋ μηδενός[40].

Ή προίκα πού δόθηκε στόν άνθρωπο μέ σκοπό νά τόν όδηγήσει στό κάλ­λος της θέωσης, μετά τήν αποτυχία του καί τήν αμαύρωση τοϋ κατ’ εικόνα[41] αποκαθίστανται στό μυστήριο της σωτηρίας[42].

Τό ελεύθερο πρόσωπο επιλέγει τόν Θεό καί τήν αγάπη Του καί έπειτα ό Θεός αυτήν τήν επιθυμία τή μεταπλάσσει μέ τή δωρεά του Αγίου Πνεύματος σέ κίνηση θεωτική καί τό πρόσωπο γεύεται τό κάλλος της θείας ζωης[43]. Δέν εκβιάζει ποτέ ό Θεός τήν ελεύθερη βούλησή μας, τήν ενισχύει, αλλά δέν τήν αναγκάζει μήτε στό ελάχιστο.

Ό ανθρωπος μπορεί νά εκπέσει σέ φοβερές αλλοιώσεις της υπαρκτικης του πραγματικότητας, αλλά δέν μπορεί ποτέ νά αναιρέσει καθολικά αυτήν τήν πραγματικότητα. «Αν καί μέ ηχρειωμένον καί τετραυματισμένον τό κατ’ εικόνα ό ανθρωπος δέν έχει εγκαταλειφθεί πλήρως από τήν θείαν Χάριν καί τόν θείον φωτισμόν… λόγω της μή πλήρους αποσβέσεως καί φθορας της θείας εικόνας, ητοι του νοερου καί του αυτεξουσίου του ανθρώπου»[44]. Ή θεία αγάπη είναι αδαπάνητη πληγή. Σ’ αυτή οφείλει ό ανθρωπος νά επιστρέψει, ενώ η ανθρώ­πινη αγάπη είναι ό θρίαμβος εναντίον κάθε εγωκεντρισμου. Τυχαία ό Ευαγγε­λιστής Ιωάννης δέν ονόμασε τόν Θεό αγάπη.

Ό κόσμος δημιουργήθηκε από αγάπη σώζεται από αγάπη καί αναδεικνύε­ται μέ αυτήν. Ό προορισμός του ανθρώπου είναι νά γίνει θείο καλλιτέχνημα μέ υπομονή, μέ δημιουργική ανέλιξη καί μέ νίκη κατά τών μηδενιστικών δυνάμεων. Ή ζωή καί η ανάσταση είναι δώρο, αλλά η ανάπτυξη καί η ώρίμανση είναι προ­σωπικό έργο του ανθρώπου μέ τή συνεργασία του αυτεξουσίου. Του ανθρώπου έργο είναι νά γίνει ελεύθερο πρόσωπο, καλλιτέχνημα θείας ζωης μέ τήν κίνηση της βούλησής του πρός τό καθ’ όμοίωσιν Θεου[45]. Άνθρώπινη τελειότητα είναι εκείνη πού μιμείται μονάχα τή θεία τελειότητα[46].

[1] Εύάγγ. Θεοδώρου, ΘΗΕ, λ. Ελευθερία, τ. 5, στ. 560 κ.έ., Άθηναι 1964, όπου εκτενής αναφορά στήν έννοια της ελευθερίας καί ξένη βιβλιογραφία.

[2] Νικ. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική θεολογία Δ , εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 74.

[3] Παν. Δημητρακόπουλου, ΘΗΕ, λ. θέλησις, τ. 6, στ. 132 κ.έ. όπου καί αναλυτική αναφορά στίς σχετικές θεωρίες. πού έχουν διατυπωθεί σχετικά μέ τό παραπάνω έρώτημα. Όρισμούς καί ιστορική ανασκόπηση περί της εννοίας της ελευθερίας θεωριών βλ. καί Κ. Δ. Γεωργούλη, Νεώτερον Έγκυ- κλοπαιδικόν Λεξικόν «ΗΛΙΟΥ», τ. 8, σ. 624 κ.έ.

[4] Ν. Ματσούκα, Τό πρόβλημα τοϋ κακοϋ, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 64.

[5] Δ. Καραγιάννη, Κρυμμένη ψυχική ομορφιά, εκδ. Έρμός, Άθήνα 2024, σσ. 238-239. Κατά τήν ορθό­

[6] Irvin Yalom, Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία, σ. 28, εκδ. -‘Αγρα, μτφρ. Ευαγγ. Άνδρίτσανου – Δεσπ. Κακατσάκη, εκδ. -Αγρα, Άθήνα 2020, όπου πλούσια βιβλιογραφία.

[7] Δ. Καραγιάννη, Κρυμμένη, ό.π., σσ. 82 καί 244.

[8] Ν. Ματσούκα, Τό πρόβλημα, ό.π., σσ. 65-66.

[9] Irvin Yalom, Υπαρξιακή…, ό.π., σ. 316.

[10] Sartre, Being and Nothngness, μτφρ. Hazel Barnes (Philosophical Library, NY, 1956, σ. 566).

[11]Ν. Ματσούκα, Τό πρόβλημα…, ό.π., σσ. 67-68.

[12] Ν. Ματσούκα, Δογματική…, ό.π., σ. 74. Στήν «προίκα» της δημιουργικότητας εδράζεται καί τό «κατ’ εΙκόνα» καί «καθ’ όμοίωσιν» του ανθρώπου.

[13] Ή δημιουργία εκ τοϋ «μή οντος» επιβάλλει τρείς θεμελιώδεις θεολογικές αρχές, οί όποιες μετα- θεολογικά καταλήγουν νά ’ναι φιλοσοφικές: α. Κτιστοϋ-ακτίστου (Μ. Βασιλείου, «Κατ’ Εύνομίου» 3, PG 29, 660Α), β. Τρεπτοϋ-ατρέπτου (Ε’ιρηναίου, «Έλεγχος καί ανατροπή της ψευδωνύμου γνώ- σεως» 4, 38 PG 7, 1105B). Σ’ αύτή τήν τρεπτότητα θεμελιώνεται η προοδευτική ανάπτυξη τών λογικών πλασμάτων (Μ. Βασιλείου, «Κατ’ Εύνομίου» 3, 2 PG 29, 660C), γ. Σχετικοϋ-απολύτου (Ιωάννου Δαμασκηνοϋ, «Πρός τούς διαβάλλοντας τάς αγίας Ε’ικόνας», Έκδοσις ακριβής PG 94, 1345Α· 868Α.

[14] Ν. Ματσούκα, Τό πρόβλημα…, ό.π., σ. 68.

[15] Ό οξύς στίς προβλέψεις τοϋ G. Orwell μέ τό έ’ργο του 1984 βλέπει τίς μελλοντικές πολιτικές δυνάμεις νά συντρίβουν καί τόν έσχατο πυρήνα της ελεύθερης προσωπικότητας τοϋ ανθρώπου μέ τή δημιουργία μιας καταθλιπτικης όμοιομορφίας στή ζωή, στή σκέψη καί στή δράση.

[16] Ρωμ. 8, 19 καί 22. Τραγωδία μέ κοσμικές διαστάσεις.

[17] Χρ. Γιανναρα, Αλφαβητάρι τής Πίστης, εκδ. Δόμος, Άθήνα 19865, σ. 129.

[18] Ν. Ματσούκα, Δογματική, ό.π., σ. 80.

[19] Άθ. Χρυσοβέργη, «Ή Χριστοκεντρικότητα καί η Τριαδοκεντρικότητα τών Θεοφανειών στήν ιστο­ρία τοϋ Ισραήλ καί της Εκκλησίας», Άχιλλίου Πόλις, τ. 3. Ή αποκάλυψη τοϋ Θεοϋ είναι διδαχή καί παροχή ζωης.

[20] Πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι κάνουν λόγο γιά τήν ελευθερία του Θεου σάν νά πρόκειται γιά τήν ελευθερία ενός κτιστου οντος. Κατά τήν πατερική όμως θεολογία ό Θεός απλώς βούλεται, δέν έχει προαίρεση μήτε βουλεύεται (Ιωάννου Δαμασκηνου, «Έκδοσις ακριβής…», 2, 22 PG 94, 945CD).

[21] Ρωμ. 7, 14-15, 18-21, 22-25.

[22] Προσωπική αλήθεια του ανθρώπου είναι τό κατόρθωμα της προσωπικής ετερότητας πού πραγ­ματώνεται δυναμικά στό δίκοπο όριο της ελευθερίας καί αματίας, στήν εύρεση καί ανάδειξη του προσωπικου λόγου της κοσμικης πραγματικότητας, στή συνάντηση μέ τόν αποκαλυπτόμενο μέσα στήν ‘Ιστορία προσωπικό Θεό.

[23] Μαξίμου Όμολογητου, «Σχόλια» PG 4, 308A: «Ανελε γάρ ημών τό αυτεξούσιον καί οΰτε ε’ικών Θεου εσόμεθα οΰτε λογική ψυχή καί νοερά καί τω οντι φθαρήσεται η φύσις, ουκ ουσα όπερ έδει, αυτήν είναι».

[24] Ν. Καβάσιλα, «Περί της εν Χριστω ζωης», Λόγος Ε , PG 150, 638C.

[25] «Ότι ούκ έστιν αίτιος τών κακών ό Θεός», ΕΠΕ 7, 92 PG 31, 332D.

[26] «Ε’ις τόν ΙΔ Ψαλμόν», PG 30, 269B.

[27] Λόγος ΛΗ , «Ε’ις τά Θεοφάνεια», ΕΠΕ 5, 54 PG 36, 324B.

[28] «Περί ψυχης καί αναστάσεως», PG 46, 101CD.

[29] «Ζήτησις μετά Πύρρου», PG 91, 301B.

[30] Παν. Δημητρόπουλου, ΘΗΕ λ. θέλησις, σ. 135, όπου καί λεπτομερής ανάλυση τοϋ εν λόγω θέματος.

[31] Ενδεικτικά παραπέμπουμε στά χωρία: Ματθ. 16,24· 23,37, Μαρκ. 8,34-35. Λουκ. 9,23· 13,34. Ρωμ. 8,2. Γαλ. 5,1· 13. Ίωάν. 8,32· 36. Β Κορ. 3,17. Β’Πέτρ. 2,16. Α Κορ. 6,12. ΑΚορ. 9,19.

[32] Ν. Ματσούκα, Δογματική, ό.π., σ. 82 καί Γρηγορίου Νύσσης, «Ε’ις τόν Εκκλησιαστήν τοϋ Σολομώντος» PG 44, 664CD. «Δουλεία καταδικάζεις τόν άνθρωπον, ου ελευθέρα η φύσις καί αύτε- ξούσιος, καί αντινομοθετεΐς τω Θεω, ανατρέπον αύτοϋ τόν επί τω φύσει νόμον;» 665Β: «Μόνον Θεοϋ τό δυνηθηναι τοϋτο· μάλλον δέ ούδέ αύτοϋ σχεδόν τοϋ Θεοϋ».

[33] Ίωάννου Δαμασκηνοϋ, «Κατά Μανιχαίων διάλογος» PG 94, 1568B: «Τά δέ κτίσματα, όσα μέν λογι­κά εθελότρεπτα τω θελήματι τρεπόμενα· τά δέ λοιπά κατά σώμα». Ν. Ματσούκα, Δογματική, ό.π., σ. 75.

[34] Άθ. Χρυσοβέργη, «Τό μυστήριο τοϋ κακοϋ», Άχιλλίου Πόλις, τ. 11, Ιούνιος 2024.

[35] Μ. Βασιλείου, «Κατ’ Ευνομίου» 3 PG 29, 660A.

[36] Ε’ιρηναίου, «’Έλεγχος καί ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως» 4, 38 PG 7,1105B.

[37]             Ίωάν. Κασσομενάκη-Άντωνίου Κόμπου, Έγχειρίδιον Δογματικής της ’Ορθοδόξου Ανατολικής ’Εκκλη­σίας, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 155.

[38]Ίωάννου Δαμασκηνοϋ, «Έκδοσις ’Ορθοδόξου Πίστεως» Β 12 PG 94, 924.

[39] Μ. Βασιλείου, «Κατ’ Ευνομίου» 3,2, PG 29, 660C.

[40] Ν. Ματσούκα, Τό πρόβλημα, ό.π., σσ. 81-82.

[41]             ’Ιωάν. Κασσομενάκη – Αντωνίου Κόμπου, ό.π., σ. 163. Κυρίλλου Άλεξανδρείας, «Ε’ις τήν πρός Ρωμαίους» Ε, 19 PG 74, 789.

[42] Τό μυστήριο της σωτηρίας ανήκει σέ κείνους πού τό θέλουν, καί όχι σέ τυραννουμένους. Τά λογικά πλάσματα καλουνται νά μετανοήσουν καί νά θεραπευθουν χάριτι. Βλ. Μαξίμου Όμολογητου, «Εις τήν προσευχήν του Πάτερ ημών» PG 90, 880B: «Boυλομένων γάρ ου τυραννουμένων τό της σωτηρίας μυστήριον».

[43] Μαξίμου Όμολογητου, «Πρός Θαλάσσιον περί διαφόρων αποριών» PG 90, 280D: «Ου γάρ γεννα γνώμην τό Πνευμα μή θέλουσαν, αλλά βουλομένην μεταπλάττει πρός θέωσιν». Ρωμ. 5, 15-21. Έφεσ. 2, 6-8· 2-5· 4-7. Β Τιμ. 1, 9.

[44] ’Ιωάν. Κασσομενάκη-Άντων. Κόμιθου, ό.π., σ. 164.

[45] Ό ανθρωπος είναι αθάνατος κατά χάρη, καί ώς σώμα καί ώς ψυχή. Θεοφίλου Άντιοχείας, «Πρός Αυτόλυκον» 2, 27 PG 6, 1093B: «…οΰτε ουν αθάνατον αυτόν (τόν ανθρωπον) εποίησε οΰτε μή θνητόν, αλλά δεκτικόν αμφοτέρων».

[46] Ματθ- 5, 44-48.

*Το άρθρο δημοσίευτηκε στο περιοδικό Αχιλλίου Πόλις της μητρόπολης Λάρισας και Τυρνάβου

Τα πιο δημοφιλή Σήμερα