ΓΡΑΦΕΙ ο Τάσος Τσιαπλές, πρόεδρος του Δ.Σ του Εργατικού Κέντρου Ν. Λάρισας
Η «αντιπαράθεση» ανάμεσα στην πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, από τη μια και στον ΣΥΡΙΖΑ και τις άλλες συνδικαλιστικές παρατάξεις που αυτοπροσδιορίζονται σαν «αντιμνημονιακές», από την άλλη, για το ποιος μπορεί να εγγυηθεί ουσιαστικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, είναι κοροϊδία για τους εργαζόμενους.
Με αφορμή τις εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ δήλωσε για το ενδεχόμενο επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ: «Γιατί κι αυτός είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος, το σοκ που προκάλεσε στην αγορά και το είδατε, της παραγωγικής, αλλά και καταναλωτικής καθίζησης, με την υποχώρηση του κατώτερου μισθού με νόμο, ενδεχομένως και με νόμο να προκαλέσει άλλο σοκ που δεν ξέρω αν η αγορά εργασίας μπορεί να το αντέχει».
Από τη σκοπιά δηλαδή της διατήρησης των μισθών στα άθλια επίπεδα που θέλουν οι εργοδότες και «αντέχει η οικονομία», υπερασπίστηκε τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού μέσα από τις «συλλογικές διαπραγματεύσεις» με τον ΣΕΒ. Βέβαια, δε χρειαζόταν η δήλωση Παναγόπουλου για να δουν οι εργαζόμενοι ότι η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ κάθεται στην ίδια πλευρά του τραπεζιού με την εργοδοσία.
Με την τελευταία κατάπτυστη Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η ΓΣΕΕ συμφώνησε με τον ΣΕΒ ότι ο κατώτατος μισθός δεν θα αυξηθεί, όσο είναι σε ισχύ η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, που ορίζει μισθούς 586 και 511 (για τους κάτω των 25 χρόνων εργαζόμενους) ευρώ μεικτά. Νομιμοποίησε, δηλαδή, τον άθλιο κατώτατο μισθό που επέβαλε η κυβέρνηση για λογαριασμό των εργοδοτών.
Συμφώνησε, επίσης, ότι αν καταργηθεί η σχετική νομοθεσία, ο κατώτατος μισθός δεν θα επανέλθει στα 751 ευρώ, όπως όριζε η προηγούμενη ΕΓΣΣΕ, αλλά θα γίνουν εκ νέου διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό του.
Η δήλωση Παναγόπουλου δείχνει ότι η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ δεν μπορεί και δε θέλει να οργανώσει την πάλη για κατάργηση του νόμου που ορίζει τον κατώτατο μισθό. Ούτε, βέβαια, να διεκδικήσει την επαναφορά του στα 751 ευρώ, ως βάση για τη διεκδίκηση ουσιαστικών αυξήσεων.
Άλλωστε, και στα χρόνια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι συμβάσεις που υπέγραφε ήταν προσαρμοσμένες στις αξιώσεις των εργοδοτών. Γι’ αυτό συμφωνούσε σε αυξήσεις – κοροϊδία των 0,77 ευρώ τη μέρα στους μισθούς και τα μεροκάματα, και αυτά μεικτά! Τις αυξήσεις αυτές χειροκροτούσαν και οι άλλες παρατάξεις (όπως του ΣΥΡΙΖΑ), που σήμερα κάνουν τάχα κριτική στην πλειοψηφία.
Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ υπόσχεται την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, λέγοντας ότι θα καταργήσει το νόμο και θα επαναφέρει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, την ίδια στιγμή δεν λέει κουβέντα για όλο το αντεργατικό πλαίσιο, τους αντεργατικούς νόμους, την ελαστικοποίηση της εργασίας, τις ατομικές συμβάσεις, την εκ περιτροπής δουλειά, τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων. Όλα αυτά, δηλαδή, που ευθύνονται σήμερα για την καταβαράθρωση των μισθών και των δικαιωμάτων μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων.
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την ανάγκη να πάρουν οι εργαζόμενοι στα χέρια τους την υπόθεση για ανασύνταξη του κινήματος. Να απορρίψουν το συμβιβασμό της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, αλλά και το «ρεαλισμό» του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι και τα δύο όψεις της προσαρμογής σ’ αυτά που θέλει και έχει ανάγκη το κεφάλαιο. Να διεκδικήσουν την κατάργηση όλων των αντεργατικών – αντιασφαλιστικών νόμων και του νόμου για τον κατώτατο μισθό. Να παλέψουν για την επαναφορά όλων των ΚΣΣΕ στα επίπεδα πριν το 2009 και της ΕΓΣΣΕ στα 751 ευρώ, ως βάση για αυξήσεις. Να δώσουν μαζικά το παρών στη συγκέντρωση του ΕΚΝΛ στις 4/10 στην Κ. Πλατεία της Λάρισας, στις 11 π.μ και στο πανελλαδικό συλλαλητήριο του ΠΑΜΕ στην Αθήνα στις 1/11.