Ομιλία του Φίλ. Σαχινίδη στο Οικονομικό Επιμελητήριο Περιφερειακό Τμήμα ΒΔ Πελοποννήσου & Δυτ. Ελλάδας
Η Ελληνική οικονομία, μετά από μια δύσκολη και παρατεταμένη περίοδο προσαρμογής, κατάφερε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των δίδυμων ελλειμμάτων που υπήρχε από την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, γιγαντώθηκε όμως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000.
Για πρώτη φορά έχει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η εξουδετέρωση αυτών των ανισορροπιών έγινε με μεγάλο τίμημα σε όρους εθνικού εισοδήματος, με τη σωρευτική απώλεια να προσεγγίζει το 24%, εκ των οποίων το 5% χάθηκε τα δύο χρόνια πριν την υπογραφή του μνημονίου.
Αυτό δείχνει, ότι η ύφεση προηγήθηκε πολύ πριν έρθει το μνημόνιο στην Ελλάδα και ήταν το συνδυαστικό αποτέλεσμα της διεθνούς ύφεσης και της εξάντλησης των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του παραγωγικού προτύπου.
Σε ότι αφορά το τίμημα σε όρους απασχόλησης, η ανεργία έφτασε στο 27% με την ανεργία των νέων να υπερβαίνει το 60%.
Την ίδια ώρα οι κοινωνικές ανισότητες έχουν διευρυνθεί σε πρωτόγνωρα επίπεδα ως αποτέλεσμα της εξαετούς ύφεσης.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το 2014 η οικονομία πέρασε σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε χθες προβλέπει ανάπτυξη 2,9% για το 2015.
Η ολοκλήρωση της προσαρμογής και η κυβερνητική στόχευση για έξοδο στις αγορές από το 2015 προκειμένου να καλύπτονται από αυτές οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας καθιστούν αναγκαία τη συζήτηση για τις μεγάλες προκλήσεις της επόμενης ημέρας.
Οι προκλήσεις αυτές για τη χώρα μας είναι:
1) Να διασφαλίσει βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης μέσα από το μετασχηματισμό του παραγωγικού της προτύπου, ώστε αυτό να είναι ανταγωνιστικό και εξωστρεφές.
Η επιστροφή στο αναπτυξιακό πρότυπο που στηρίζονταν στο δανεισμό του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για να συντηρηθούν ψηλά επίπεδα δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης, δεν είναι βιώσιμο και όπως αποδείχτηκε διακόπτεται με βίαιο τρόπο μόλις χαθεί η δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές κεφαλαίων.
2) Να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας για να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας το 1 εκατομμύριο άτομα που έμειναν άνεργοι την περίοδο της κρίσης.
3) Να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες γιατί υπονομεύουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
4) Να αποκαταστήσει την ισορροπία του τραπεζικού συστήματος ώστε να χρηματοδοτεί υγιή επενδυτικά σχέδια.
5) Να διασφαλίσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για μια βιώσιμη έξοδο στις αγορές.
Για να πετύχει αυτούς τους στόχους η χώρα, πρέπει να διατηρήσει τη δημοσιονομική σταθερότητα που κατέκτησε με μεγάλο κόστος και να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με προοδευτικό πρόσημο για να προσελκύσει επενδύσεις που διευκολύνουν το μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου.
Η ανάπτυξη στο μέλλον θα έρθει από νέες επενδύσεις που θα επιτρέψουν την αύξηση της εγχώριας παραγωγής, που θα υποκαταστήσουν τις εισαγωγές, την αύξηση των εξαγωγών και τη σταθεροποίηση της κατανάλωσης.
Οι επενδύσεις είναι αναγκαίες για να αποκατασταθεί η παραγωγική βάση που χάθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Χωρίς αυτές, το ΑΕΠ δεν θα φτάσει στα επιθυμητά και αναγκαία επίπεδα.
Ο κρατικός προϋπολογισμός δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει πρόγραμμα νέων επενδύσεων της τάξης των 30 δις στην επόμενη τριετία-τετραετία για να αποκατασταθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας.
Άρα, πέρα από τις κρατικές επενδύσεις, χρειαζόμαστε σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις.
Υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα, αν στη χώρα έχουν διασφαλιστεί οι αναγκαίες συναινέσεις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που θα διασφαλίσουν ένα σταθερό, διαφανές, κοινωνικά δίκαιο και αξιόπιστο φορολογικό πλαίσιο, που θα διευκολύνει την προσέλκυση των επενδύσεων.
Τονίζω το ζήτημα αυτό, γιατί τα τελευταία 5 χρόνια έχουμε ψηφίσει πάνω από 1500 σελίδες φορολογικών διατάξεων χωρίς να έχουμε διασφαλίσει τα προαναφερθέντα.
Έτσι, το φορολογικό πλαίσιο παραμένει προβληματικό και άδικο. Για παράδειγμα, αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο ως προς το αφορολόγητο τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους σε σχέση με τους ελεύθερους επαγγελματίες και εξακολουθεί να φορολογεί πολίτες στη βάση τεκμηρίων και όχι πραγματικού εισοδήματος.
Όπως, επίσης, είναι ζητούμενο, αν όλοι συμφωνούν στον ιδιαίτερο ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν οι ιδιωτικές επενδύσεις σε μια μεικτή οικονομία, όπως η ελληνική, για την επανεκκίνησή της.
Εξίσου σημαντικό, για τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου είναι η πραγματοποίηση κοινοτικών επενδύσεων για να τονώσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές στην Ε.Ε. και κατ’ επέκταση στις χώρες που βγαίνουν από την ύφεση.
Η προοπτική προσέλκυσης των επενδύσεων από το εξωτερικό θα ενισχυθεί σε σημαντικό βαθμό, αν προχωρήσουν οι αποφάσεις των Ευρωπαίων εταίρων για το δημόσιο χρέος.
Εξίσου σημαντική θα είναι και η υιοθέτηση προτάσεων που έχουν κατατεθεί δημόσια, όπως το PADRE 2.0, που οδηγούν σε περαιτέρω απομείωση του χρέους χωρών της Ευρωζώνης. Η υιοθέτησή της στην περίπτωση της Ελλάδας μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του χρέους στο 105% του ΑΕΠ.
Όλα αυτά θα έχουν θετική επίπτωση στην μείωση των επιτοκίων, με τα οποία μελλοντικά η χώρα θα αντλεί κεφάλαια από τις αγορές.
Εξίσου σημαντικό για την προσέλκυση επενδύσεων, είναι να ολοκληρωθεί και η διαδικασία ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών υπερβαίνουν το 35% και συνεχίζουν να αυξάνονται, αν και με μειούμενο ρυθμό.
Ένα αυξανόμενο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου βρίσκεται σε καθεστώς ρύθμισης.
Η πρόκληση, λοιπόν, για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας είναι να προχωρήσουν οι τράπεζες με προσεκτικά βήματα σε μια αναδιάρθρωση του δανειακού χαρτοφυλακίου τους, με μερική προοδευτική διαγραφή χρεών ανταγωνιστικών και επομένως, βιώσιμων εταιρειών.
Οι εταιρείες αυτές θα έχουν τη δυνατότητα να αποπληρώσουν τα χρέη τους και σταδιακά θα μειωθεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Για να επιταχυνθεί, λοιπόν, η διαδικασία ανασυγκρότησης της οικονομίας, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί σύντομα ο τρόπος αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να αξιολογηθεί η βιωσιμότητα των προβληματικών επιχειρήσεων με διαφανή ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και να αποκλειστούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Η μεγάλη πρόκληση είναι, κατά πόσο οι τράπεζες είναι ικανές, έτοιμες και διατεθειμένες να αξιολογήσουν και να διαχειριστούν τις βιώσιμες επιχειρήσεις και οικονομικούς κλάδους, έτσι ώστε να διοχετεύσουν τα περιορισμένα κεφάλαιά τους στις αποτελεσματικότερες επενδύσεις, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη.
Πέρα από τους οικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν την προσέλκυση επενδύσεων υπάρχουν και άλλοι εξίσου καθοριστικοί. Όπως, η πολιτική σταθερότητα που επιτυγχάνεται όταν υπάρχουν ευρύτερες συναινέσεις για κομβικά ζητήματα αλλά και μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση φιλική προς τον πολίτη και την επιχειρηματικότητα.
Στην προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τις παραπάνω προκλήσεις, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τους εξής κινδύνους:
1) Να στερηθεί των αναγκαίων κεφαλαίων που θα διευκολύνουν την αναπτυξιακή προσπάθεια.
Υποστηρίζεται από τους θεσμικούς δανειστές, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει μια ανάπτυξη χωρίς πιστωτική επέκταση.
Πρόκειται για μια προβληματική προσέγγιση σε ότι αφορά τις ανάγκες της χώρας, αφού δεν διαθέτει επαρκή εναλλακτικά εργαλεία χρηματοδότησης για να υποκαταστήσουν τον τραπεζικό δανεισμό.
Οι έλληνες επιχειρηματίες στις νέες συνθήκες θα πρέπει στα όποια επενδυτικά τους σχέδια να συμμετέχουν με περισσότερα ίδια κεφάλαια ώστε να συμμετέχουν και στο ρίσκο που αναλαμβάνουν με τις επιλογές τους.
Σε κάθε περίπτωση η πρόσβαση σε φθηνά κεφάλαια είναι καθοριστική για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού και την επανεκκίνησης της οικονομίας.
2) Η Ελλάδα έχει αποπληθωρισμό. Η μείωση τιμών μπορεί να βοηθά στην αποκατάσταση της χαμένης ανταγωνιστικότητας και στα νοικοκυριά που είδαν το ονομαστικό τους εισόδημα να μειώνεται αλλά δυσκολεύει την αντιμετώπιση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, την αποκατάσταση της εσωτερικής ζήτησης και την βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών.
Η αλλαγή στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ πρέπει να οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη κοντά στο ανώτατο επιτρεπτό όριο του 2%, ώστε η Ελλάδα να έχει θετικό πληθωρισμό -κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο – και επομένως, οφέλη από τη μείωση του χρέους αλλά και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
3) Μία νέα ύφεση στην Ευρώπη θα έχει αρνητικές συνέπειες για την Ελλάδα. Η αργοπορημένη και αμφίσημη αντίδραση όσων διαχειρίζονται και συναποφασίζουν τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική στην ευρωζώνη, στη βάση επιχειρημάτων αποφυγής του «ηθικού κινδύνου», εμποδίζει οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής των αναπτυξιακών προοπτικών στις χώρες της ευρωζώνης και ειδικότερα αυτών του Νότου.
4) Να περάσουμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης χωρίς σταθερή αύξηση της απασχόλησης (jobless growth).
Η μετάβαση σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν λύνει αυτόματα το πρόβλημα της ανεργίας.
Υπάρχει ο κίνδυνος, η ανεργία να παραμείνει για κάποιο διάστημα σε υψηλά επίπεδα ακόμη και με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι τέτοιες, που καθιστούν αναγκαίο να προσανατολιστεί με απόλυτη προτεραιότητα το κυβερνητικό έργο στη μείωση της ανεργίας, με δημιουργία θέσεων εργασίας στον ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας.
Η Ελλάδα στο παρελθόν δημιουργούσε περίπου 40-50 χιλ θέσεις εργασίας το χρόνο, κυρίως στο μη ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας.
Αν το μέλλον δεν υπερβεί το παρελθόν, η αντιμετώπιση της ανεργίας θα πάρει πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα η παρούσα ανεργία να μετατραπεί σε μακροχρόνια με τρομακτικές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή.
Εκτιμώ, λοιπόν, ότι πρέπει να δοθούν κίνητρα για να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία πολλών νέων, μικρών και μεσαίων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που θα απασχολούν από 3-50 άτομα, προκειμένου να αρχίσει να αντιμετωπίζεται άμεσα το πρόβλημα της ανεργίας.
5) Να αποτύχει η ανάπτυξη να οδηγήσει στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Εξαιτίας της ύφεσης και της ανεργίας, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχουν περιέλθει σε συνθήκες φτώχειας ή σε κίνδυνο φτώχειας.
Και δεν μπορούμε να μιλάμε για προοπτική ανάπτυξης, όταν επιταχύνονται οι κοινωνικές ανισότητες.
Η ανισότητα υπονομεύει την πολιτική και οικονομική σταθερότητα και κατ’ επέκταση την επενδυτική διάθεση των επιχειρήσεων.
Επομένως, βασική προτεραιότητα της κυβέρνησης αλλά και στις συζητήσεις για τις πολιτικές που πρέπει να σχεδιαστούν τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να αποτελεί η μείωση των ανισοτήτων.
Αυτή θα γίνει, μέσω σχεδιασμένων πολιτικών κοινωνικής προστασίας και ένταξης –που τώρα δεν υπάρχουν, παρά τις ανάγκες- προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και μεσοπρόθεσμα η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Πρέπει, όμως, να μας απασχολήσει και το ερώτημα, αν θα ωφεληθούν αυτόματα και ομοιόμορφα οι πολίτες από την οικονομική ανάπτυξη που θα έρθει;
Θέτω το ερώτημα αυτό, γιατί υπάρχει μια εμπειρική διαπίστωση, η οποία αφορά την περίπτωση των ΗΠΑ και πρέπει να μας προβληματίσει ως προς την αποτελεσματικότητα των πολιτικών ανάπτυξης να παράξουν οφέλη για όλους τους πολίτες.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μια πρόσφατη έρευνα τα οφέλη στις ΗΠΑ από την επιστροφή σε ανάπτυξη μετά από υφέσεις κατά την τελευταία τριακονταετία τα καρπώνονται κατά 90% το εισοδηματικά ανώτερο 10% των πολιτών.
Η ανησυχία μου, λοιπόν, είναι η εξής:
Έχουν αξιολογηθεί οι πολιτικές που ακολουθούμε, αν έχουν σχεδιαστικό πρόβλημα και αποτύχουν στην ενεργοποίηση του μηχανισμού που θα μοιράσει τα οφέλη από την επιστροφή στην ανάπτυξη στην πλειοψηφία των πολιτών και ειδικά σε αυτούς που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση;
Είναι, λοιπόν, καθοριστικό η κυβέρνηση να προτάξει την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών ανάπτυξης, ώστε να προκύπτουν από αυτή βιώσιμα οφέλη σε όρους απασχόλησης και εισοδήματος για το σύνολο των πολιτών και να διαχέονται αυτά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και όχι μόνο στα εισοδηματικά ανώτερα.
Επιτυχία στην αντιμετώπιση αυτών των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων θα αναδείξει το πρωτείο της πολιτικής έναντι των αγορών και θα αποκαταστήσει στη συνείδηση των πολιτών το απαξιωμένο σήμερα πολιτικό δυναμικό. Γιατί το πολιτικό δυναμικό θα έχει αποδείξει ότι εργάζεται για την λύση των σύνθετων προβλημάτων της κοινωνίας.