ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΟΝ ΤΥΡΝΑΒΟ, ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ

ΓΡΑΦΕΙ Ο Πέτρος Οντούλης, Πρώην Δ/ντής Δ. Τυρνάβου 

Β’ Μέρος

iii) Η πρώτη εμφάνιση πιάνου (κλειδοκύμβαλου) και η εκτέλεση έργων κλασσικής      μουσικής στις αρχές του 19ου αι., στον Τύρναβο

Φωτο: Τύρναβος 1819, Άποψη της κατοικίας όπου φιλοξενήθηκε ο Γάλλος ζωγράφος Lois Dupre κατά την παραμονή του στον Τύρναβο. Σχέδιο του ίδιου από το βιβλίο του «Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη». Χρονολογία σχεδίου 1819.

Στις αρχές του 19ου αι. τότε που ο Τύρναβος στέναζε από την τυραννική πλέον διοίκηση του Βελή Πασά και η Λάρισα -παρά το γεγονός ότι ήταν η ορισμένη πρωτεύουσα της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας- ήταν η πόλη που κάποιος θα έπρεπε να αποφύγει λόγω της ισχυρής πληθυσμιακής και στρατιωτικής τουρκικής παρουσίας, τότε ο Τύρναβος υποδέχονταν και φιλοξενούσε στα ευρύχωρα και καθαρά σπίτια του, τους ευρωπαίους περιηγητές και διπλωμάτες, ενώ κατά καιρούς φιλοξενούσε και τους μητροπολίτες της Λάρισας…

Την άνοιξη του 1819 τον Τύρναβο επισκέφθηκε ο Αμερικανός φιλόλογος, πάστορας και διπλωμάτης ο  Edward Everett (1794-1865) απόφοιτος του Harvard. Σύμφωνα με τις συνήθειες και τα «πρωτόκολλα» της εποχής, ο περιηγητής έγινε δεκτός από τον Βελή Πασά στο παλάτι του, που ήταν κτισμένο στην αριστερή όχθη του Τιταρήσιου, στην τοποθεσία «Σεράι» την εποχή εκείνη, δηλαδή την σημερινή Τούμπα… Η ακρόαση περιελάμβανε ανταλλαγή απόψεων σε διάφορα θέματα. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης μάλιστα, στον χώρο του σεραγιού, βρίσκονταν ορχήστρα Γερμανών μουσικών από τη Μάλτα, που διασκέδαζαν τους επισκέπτες…[1]

Φωτο: Une maison Grecque a Turnavo, en Thessalie. (Ελληνική κατοικία στον Τύρναβο της Θεσσαλίας). Χαρακτικό του Louis Dupré. Απρίλιος 1819

Την 1η Απριλίου του 1819 τον Τύρναβο επισκέφθηκε ο Γάλλος ζωγράφος Lois Dupre (1789-1837) συνοδεύοντας τρεις επιφανείς Άγγλους περιηγητές. Στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1826 με τον τίτλο «Ταξίδι στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη» ο Lois Dupre περιγράφει εκτεταμένα και γλαφυρά την πόλη του Τυρνάβου. Η κ. Χριστίνα Πολέζε, καθηγήτρια πανεπιστημίου, που μετέφρασε το βιβλίο του μεταξύ των άλλων αναφέρει «Την 1η Απριλίου, ύστερα από 10 ώρες πορεία και κάτω από υπερβολική ζέστη, φθάσαμε στον Τύρναβο.

Ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά, έδωσε εντολές να καταλύσουμε στο σπίτι του γιατρού του, που ήταν Έλληνας, και μας είπαν πως σύντομα θα μας δεχόταν και ο ίδιος. Πήγαμε για ακρόαση. Στην είσοδο του παλατιού ήταν συνωστισμένο ένα πλήθος ανδρών όλων των τάξεων και από όλα σχεδόν τα γειτονικά κράτη. Όμως εμάς μας πέρασαν αμέσως σε ένα δωμάτιο, όπου έξη Τούρκοι και τρεις Έλληνες προεστοί, όλοι υπουργοί του πασά, ήταν απασχολημένοι με το να γράφουν πάνω στα γόνατά τους. Είχαν την ευγένεια να μας προσφέρουν πίπες και καφέ και έπειτα ξανάρχισαν τη δουλειά.. Λίγες στιγμές αργότερα οδηγηθήκαμε μέσα σε μια τεράστια αίθουσα υποδοχής, η οποία είχε μήκος πενήντα βήματα περίπου και η οποία ήταν διακοσμημένη με περίεργη μεγαλοπρέπεια… Στη συνέχεια ο Βελής πρότεινε να ακούσουμε μια ιταλίδα αοιδό. Η signora ήλθε μέσα στην αίθουσα και του φίλησε το χέρι, όμως καθώς είχε προσκληθεί να τραγουδήσει, ζήτησε συγγνώμη και ισχυρίσθηκε πως ήταν αδύνατον να μας διασκεδάσει, γιατί το πιάνο της ήταν ξεκούρδιστο.[2]

Το 1822 βρισκόταν στον Τύρναβο ο Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, σαν γραμματικός του προεστού της πόλης Αλέξανδρου Σισμανούλη. Στο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1836 στην Πέστη της Ουγγαρίας με τον τίτλο «Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία», αναφέρει ότι επισκέφθηκε από περιέργεια το παλάτι, σε μια εποχή όπου ο Βελή πασάς το είχε από καιρό εγκαταλείψει και είχε θανατωθεί από τους στρατιώτες του σουλτάνου […]

Στον κάτω όροφο βρισκόταν η αίθουσα υποδοχής. Ήταν ένας τεράστιος επιμήκης χώρος, που είχε μήκος περίπου πενήντα βήματα, δηλαδή περί τα σαράντα μέτρα. Οι τοίχοι της αίθουσας ήταν στολισμένοι με μεγάλους καθρέπτες, διάφορα χρυσά στολίδια και τοιχογραφίες με ποικίλα θέματα και λαϊκή τεχνοτροπία…

Φωτο: Το Σαράι του Βελή Πασά στον Θεσσαλικό Τ(ο)ύρναβο του  Δρ. Αργύρη Πετρονώτη (φανταστική απεικόνιση)

Στον χώρο αυτόν, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του πασά στον Τύρναβο, γίνονταν οι ακροάσεις με επίσημους και υψηλούς επισκέπτες. Πολλές φορές χρησίμευε σαν αίθουσα θεατρικών παραστάσεων και κωμωδιών από περιπλανώμενα θεατρικά σχήματα, προερχόμενα από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

Στον ίδιο χώρο απολάμβαναν κλασική μουσική και δίνονταν διάφορα κοντσέρτα από μεμονωμένους λυρικούς καλλιτέχνες ή μικρά μουσικά συγκροτήματα από την Ιταλία και τη Γερμανία, γεγονότα πρωτόγνωρα για την εποχή εκείνη, στον βυθισμένο στο καλλιτεχνικό σκοτάδι τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Μάλιστα πιστεύεται ότι στον Τύρναβο έγινε η πρώτη εμφάνιση πιάνου ή κλειδοκύμβαλου στην Ελλάδα.[3]

Οι θεατρικές παραστάσεις από θεατρικά σχήματα διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών, η κλασσική μουσική και τα κοντσέρτα καλλιτεχνών ή μουσικών συγκροτημάτων από την Ευρώπη, η ύπαρξη ακόμη ενός πιάνου, που απολάμβανε ο Τύρναβος από τις αρχές του 19ου αι., έστω υπό την εξάρτηση του Βελή πασά, προσδίδει στον Τύρναβο μια διαφορετική και θετική εικόνα ως πόλης «προορισμού» και πολιτισμού, σε σχέση με άλλες τουρκοκρατούμενες πόλεις και σε σχέση με την «πολιτισμένη» Ευρώπη. 

 iv το μεγάλο έργο ύδρευσης του Τυρνάβου, μήκους 28 χλμ. στις αρχές του 19ου αι.

Ο Βελή πασάς, δευτερότοκος γιος του γνωστού Αλή πασά, επανήλθε ως διοικητής της Θεσσαλίας τον Σεπτέμβριο του 1812. Στην αρχή διέμενε στη Λάρισα όπου έκτισε ένα παλάτι στην περιοχή Ακ-Σαράι. Το κλίμα όμως δεν του ήταν ούτε ευχάριστο, ούτε υγιεινό… Έτσι επέλεξε ως έδρα του τον Τύρναβο. Στην πόλη του Τυρνάβου, στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Τούμπα, έκτισε ένα μεγαλοπρεπές παλάτι, που όμοιό του δεν υπήρξε πουθενά, σύμφωνα με τις περιγραφές των Ελλήνων και ξένων περιηγητών (βλ. ανωτέρω).

Ο Βελής διαπίστωσε ότι η περιοχή στερείται καθαρού νερού για ύδρευση και για άρδευση των κήπων του σαραγιού του, αλλά και του Τυρνάβου γενικότερα.

Ο Κώστας Θεοδωρόπουλος στην παρουσίαση της εισήγησής του «Το μνημειώδες υδραγωγείο του Βελή πασά που έφερνε νερό στον Τύρναβο» στην ημερίδα ΨΗΦΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΥΡΝΑΒΟΥ στις 11 Νοεμβρίου 2017, αναφέρει για τον Βελή πασά «Μελετώντας τα έργα και τις ημέρες του Βελή ως διοικητή διαφόρων επαρχιών και κυρίως της Θεσσαλίας, όπου είναι διοικητής για δεκαέξι συνολικά χρόνια, διαπιστώσαμε ότι αρέσκεται στη δημιουργία έργω υποδομής, όπως δρόμων, γεφυρών, αποξηράνσεις ελών, αλλά και πολυτελών κατασκευών…»

Φωτο: Διακρίνεται μέρος του αγωγού στο Δρόμο Τύρναβος – Δαμάσι

Σε επιστολή του προς τον πατέρα του Αλή πασά στις 21 Δεκεμβρίου 1818 αναφέρει «…Καμία εξηνταριά (χώρια από παιδία και μουλάρια) μαστόρους τζιοκάνια (ειδικευμένους τεχνικούς), όπου όλους αυτούς τους έχω και μου φτιάχνουν ένα γκιρίζι νερού (υπόγειο υδραγωγείο) από τον καιρό των Ελλήνων, το οποίο ευρέθει τώρα και δια να το έφτιανε κανένας γενιντέν (από την αρχή) ήθελε 2.000.000 γρόσια και τώρα με 60.000 γρόσια το πολύ, διορθώνεται και έρχεται το νερό εδώ στον Τύρναβον και γένεται αυτό το χαϊράτι (κοινωφελές έργο) μάλιστα και για το σαράγι μας είναι αναγκαίον…».[4]

Φωτο: Υπολείμματα θεμελίωσης γέφυρας πλησίον του Παλαισεισμολογικού Μουσείου

Κατ’ αρχήν διαπιστώνεται ότι εκεί που κατασκευάζονταν το νέο υδραγωγείο υπήρχε προγενέστερο, μέρη του οποίου χρησιμοποίησαν οι τεχνίτες του Βελή με τις αναγκαίες επιδιορθώσεις.

Επίσης διαπιστώνεται ότι οι τεχνίτες χρησιμοποιούν υλικά από την περιοχή και χρησιμοποιούν ένα αρίστης ποιότητας αμμοκονίαμα, που εξασφαλίζει στεγανότητα και  λείανση (για αποφυγή τριβών). Το νερό φθάνει στον Τύρναβο δια της βαρύτητας, αφού σε όλο το μήκος του αγωγού υπάρχει σταθερή κλίση!!!

Τέλος διαπιστώνεται ότι ήταν Έλληνες μάστοροι και εργάτες που εργάστηκαν στην κατασκευή του.

Το νερό το έπαιρνε από τις πηγές στο Βρυζόστι, τοποθεσία που βρίσκονταν μεταξύ του Δομένικου και του Μεσοχωρίου (Μυλόγουστας). Αναμφίβολα πρόκειται για ένα τεράστιο τεχνικό έργο που την εποχή εκείνη χωρίς τα σημερινά μέσα, φάνταζε αδύνατο…

Φωτο: Τμήμα σκεπασμένου αγωγού στην τοποθεσία Καυκάκι (Δαμασούλι)

Το μήκος του ξεπερνούσε τα 28 χλμ. κατασκευάστηκαν 11 γέφυρες, εξορύχτηκαν πέτρες από λατομείο, σπάστηκαν και μεταφέρθηκαν σε όλη την απόσταση, παράχθηκε ασβέστη, έγιναν κονιάματα, χρησιμοποιήθηκε ξυλεία, ανοίχθηκαν ορύγματα, κτίστηκαν υπόγειοι αγωγοί κ.λπ.

Φωτο: λείψανα του σκεπασμένου αγωγού

Για την κατασκευή του εργάστηκαν περισσότεροι από 70 Έλληνες τεχνίτες κατασκευαστές υδραγωγείων από τα Ζαγοροχώρια, Πεντάλοφο Κοζάνης, Καστοριανούς από το Βογατσικό, Κωνσταντινοπουλίτες… και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.[5]

Το υδραγωγείο που κατασκευάστηκε από τον Βελή Πασά από Έλληνες μαστόρους και εργάτες, είναι ένα μοναδικό τεχνικό έργο πρωτόγνωρο στο είδος του, που κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αι. 

v) Η παραγωγή και οι εξαγωγές υφασμάτων και σταμπωτών – η εξαγωγή τεχνογνωσίας βαφής στο Μονπελιέ της Γαλλίας

Η τέχνη των σταμπωτών ανάγεται στην αρχαιότητα. Οι χώρες που αναπτύχθηκε, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί ερευνητές, ήταν η Ινδία, Κίνα και Αίγυπτος. Τέλη του 18ου με αρχές του 19ου αι. η τέχνη των σταμπωτών έφτασε κυρίως στη Χαλκίδα, Γιάννενα, Θεσσαλονίκη και στην πόλη μας, τον Τύρναβο.

Οι στάμπες, δηλαδή τα καλούπια που σκαλίζονταν πάνω σε ξύλο φλαμουριάς (μαλακό) ή αγριογκορτσιάς (σκληρό) από τους σταμπωτές, ήταν ουσιαστικά ένα έργο τέχνης και είχαν ως θέμα λουλούδια (μπουκέτα ή ελεύθερα, διάφορα ζώα, ο Μέγας Αλέξανδρος, βουκολικά θέματα κ.α.)

Φωτο: Ξυλογλύπτης Σταμπωτών στον Τύρναβο (Δ. Τλούπας)

Σημαντικό ζήτημα ήταν τα χρώματα που ήταν φυτικά και κάθε εργαστήριο είχε τις δικές του συνταγές παρασκευής των χρωμάτων που τις κρατούσαν μυστικές… Το πέρασμα των χωμάτων γινόταν πάνω σε πάγκους και τα Τυρναβίτικα σταμπωτά ήταν κυρίως: καναπελίκια, πάντες, μπερντέδες, μαξιλάρια, παπλώματα, τραπεζομάντηλα, μαντίλια και υφάσματα για φορέματα (τσίτια).[6]

Φωτο: Έκδοση του Δήμου Τυρνάβου

Η Φανή Καλοκαιρινού στην εισήγησή της «Τα τυποβαφεία του Τυρνάβου: Από την ιστορία και την παράδοση στην παραγωγή» στις Ψηφίδες Ιστορίας Περιοχής Τυρνάβου (Τύρναβος 6-7/2/2016) αναφέρει «Στα 1888 πέντε Τυρναβίτες τυποβαφείς (Δημήτρης Σιαίνης, Κώστας Μητσιάκος, Πασχάλης Πράσσας, Βασίλης Τσιμπλούλης, Μανόλης Μουζάς) συμμετέχουν στην Τέταρτη έκθεση Ολύμπια, που στοχεύει στην εκτόνωση της ελληνικής βιοτεχνίας. Από αυτούς μόνο το εργαστήριο Σαίνη εισέρχεται στον 20ο αι. (Γουργιώτη, 1997, Σακέρογλου, 1990)». [7]

Στον Τύρναβο δύο ήταν οι οικογένειες που ξεχώρισαν για την τέχνη τους στον Τύρναβο.

       Σαίνης Ν. Γεώργιος (Θεσσαλικά Χρονικά)

Εργαστήριο του Γεωργίου Ν. Σαίνη. Γεννήθηκε στον Τύρναβο το 1869 και άρχισε από μικρό παιδί να εξασκεί το επάγγελμα του «τυπογραφέως», τέχνη που έμαθε από τον πατέρα του!!! Επομένως η δραστηριότητα της τυποβαφίας του εργαστηρίου Σαίνη στον Τύρναβο πρέπει να αρχίζει στο πρώτο μισό του 19ου αι.

Φωτο: Εργαστήριο του Γεωργίου Νικ. Σαίνη (Θεσσαλικά Χρονικά).

Εργαστήριο του Θεμιστοκλή Γ. Ιωαννίδη. Γεννήθηκε στη Προύσα της Μ. Ασίας το 1911. Στον Τύρναβο εγκαταστάθηκε μετά την μικρασιατική καταστροφή. Τις γνώσεις του στην «τυποβαφίαν» έλαβε από τον πατέρα του. Μαζί του συνεργάστηκε και ο αδελφός του Παναγής Γ. Ιωαννίδης, που τροφοδοτεί με σταμπωτά υφάσματα όλη την Ελλάδα, ενώ αποστέλλει και στην Αμερική και Αίγυπτο.

Ιωαννίδης Γ. Θεμιστοκλής(Θεσσαλικά Χρονικά).

Στον Τύρναβο επίσης είχε αναπτυχθεί και η τέχνη της βαφικής και η παραγωγή μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων από τις αρχές του 19ου αι. Τυρναβίτες παραγωγοί που βραβεύτηκαν μάλιστα ήταν: Πασχάλης Πρασσάς, Κώστας Μητάκος, Βασίλης Τσιμπλούλης, Δημήτριος Σαίνης και Μουζάς …

Στην υφαντουργία δραστηριοποιούνταν τα αδέλφια Βασίλειος & Παναγιώτης Τσιμπλούλης. Μεταγενέστερα λειτούργησε και το εργοστάσιο υφασμάτων των αδελφών Κων/νου, Νικολάου και Γεωργίου Καραμπέλου. Παρήγαγε κυρίως αλαντζάδες, ενώ είχε και δικό του βαφείο.[8]

Ο Αστέριος Γ. Βόγιας στο βιβλίο του «Αμπελάκια Θεσσαλίας – Κοινοτική οργάνωση και διεθνείς σχέσεις των Αμπελακίων (18ος-19ος αι.) και η γενική τους Βιβλιογραφία» αναφέρει για την «κοκκινάδικη τέχνη» : […] Ο Ιεροσολυματικός Κώδικας 509 μας παρέχει τώρα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η κοκκινάδικη τέχνη. Δηλαδή η βαφή με το ριζάρι (ερυθρόδανο το βαφικό», ήταν γνωστή σε τρεις οικισμούς της Λάρισας, τουλάχιστον από τα μέσα του 17ου αιώνα, δηλαδή έναν αιώνα νωρίτερα απ’ ότι αναφέρει ο Γ. Κορδάτος. Την τέχνη αυτή ασκούσαν ήδη από το 1658, τρεις οικογενειάρχες κοκκινάδες στα Αμπελάκια (φ. 87 α), ένας στη γειτονική Καρύτσα (φ. 26 β) και ένας στον Τύρναβο (φ. 88 α) στον οποίο δραστηριοποιούνταν επίσης, τέσσερις μπογιατζήδες (βαφείς), τέσσερις υφαντές και ένας αλατζατζής (κατασκευαστής χρωματιστών υφασμάτων). […] Ο Γάλλος πρόξενος στην Άρτα, σε μια έκθεσή του γράφει πως, πολύ πριν τα Αμπελάκια ν’ αποχτήσουν βαφεία και να φτιάχνουν νήματα, ο «Τούρναβος» έστελνε νήματα στη Γαλλία. […]

Φωτο: Χαρακτηριστικό έργο σταμπωτού σε κάδρο τοίχου του Δημαρχείου Τυρνάβου 1

Ο περιηγητής David Urquhart (Ντέιβιντ Έρχαρντ) υπήρξε εθελοντής στην Ελληνική επανάσταση του 1821. Υπηρέτησε από το 1827 ως αξιωματικός του ναυτικού. Ήταν μια προσωπικότητα που χαρακτηρίζονταν από την πλούσια μόρφωση. Άρχισε να επιχειρεί τις περιηγήσεις του από τον Μάρτιο του 1830 σε περιοχές έξω των τότε ελληνοτουρκικών συνόρων. Μεταξύ των περιοχών που επισκέφθηκε ήταν και η Θεσσαλία. Τις παρατηρήσεις του από το ταξίδι του 1830 τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Το πνεύμα της ανατολής».

Ο David Urquhart (Ντέιβιντ Έρχαρντ) επισημαίνει στο έργο του ότι «…η Θεσσαλία αναζωογονήθηκε όταν οι Κονιάρηδες ήρθαν να εγκατασταθούν κατά μήκος της βόρειας πλευράς του Ολύμπου και να βοηθήσουν τον αγώνα των κατοίκων εναντίον των επιδρομέων. Είναι η εποχή όπου τζαμιά, ναοί, γέφυρες και χάνια ξεφύτρωσαν σε 20 νέες και σπουδαίες πόλεις, η Λάρισα είχε γίνει πάλι πλούσια και στον Τύρναβο μεταφέρθηκαν από την Μ. Ασία, οι τέχνες της βαφής των σταμπωτών και της υφαντικής απ’ όπου αργότερα μεταφυτεύθηκαν στο Μονπελιέ της Γαλλίας…».[9]

Φωτο: Χαρακτηριστικό έργο σταμπωτού σε κάδρο τοίχου του Δημαρχείου Τυρνάβου 2

Από την καταγραφή αυτή του περιηγητή David Urquhart, αλλά και του Γάλλου πρόξενου Μπουίγ στην Άρτα, γεγονός που θα πρέπει να τύχει περαιτέρω έρευνας, μπορούμε να δεχθούμε ότι ο μικρός Τύρναβος όχι μόνο εξήγαγε υφάσματα, νήματα και σταμπωτά, αλλά μεταλαμπάδευσε την τεχνοτροπία και τα μυστικά της τυποβαφικής στην πολιτισμένη Ευρώπη, στην ιδιαίτερη πόλη  Μονπελιέ της Γαλλίας!!

Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι το Μονπελιέ (Montpellier) είναι διαχρονικά μια ιστορική και σπουδαία πόλη που βρίσκεται στη ΝΔ Γαλλία και σε μικρή απόσταση (7 περίπου χλμ.) από την Μεσόγειο Θάλασσα σε οδικό άξονα που ενώνει την Ιταλία με την Ισπανία. Θεωρείται από παλιά φοιτητική πόλη λόγω των πανεπιστημίων της και συνακόλουθα του φοιτητικού της πληθυσμού. Στο Μονπελιέ μάλιστα σπούδασε ιατρική ο Αδαμάντιος Κοραής. [10] Η παλιά πόλη είναι δημιούργημα του Ισπανού αρχιτέκτονα Ricardo Bofill ο οποίος της έδωσε αρχαιοελληνκό «άρωμα». Στην πόλη υπάρχουν πολλές ονομασίες των οδών της που είναι ελληνικές γεγονός που σημαίνει ότι η πλειοψηφία των δημάρχων της πόλης ήταν φιλέλληνες.[11]

Ο Τύρναβος από τα πρώτα χρόνια του 18ου αι. είναι μία από τις λίγες πόλεις που πρωτοστάτησε στο εξαγωγικό εμπόριο των σταμπωτών, των αλατζάδων και μπουχασίων, καθώς και των υφαντών και μεταξωτών υφασμάτων, στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια αποκομίζοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη προς όφελος των κατοίκων του και της ευρύτερης περιοχής, διδάσκοντας την τεχνοτροπία και τα μυστικά της τυποβαφικής στην πόλη  Μονπελιέ της Γαλλίας και στην Ευρώπη γενικότερα.

vi η εμφάνιση της Τυρναβίτισσας Χαρίκλειας Καμβουκίδου μεταξύ των πρωτοπόρων γυναικών στον αγώνα της χειραφέτησης και της ισότητας των γυναικών

Αναμφίβολα η θέση των γυναικών ιδιαίτερα την περίοδο των 19ου – 20ου αι. υπήρξε τουλάχιστον δύσκολη. Έλληνες και ξένοι περιηγητές διαπίστωναν την κατάσταση αυτή στα κείμενα των περιηγήσεών τους.

Στην Αθήνα πρωτεύουσα του νεαρού ελληνικού κράτους, η Καλλιρόη Παρρέν, πρωτοπόρος της κίνησης για την χειραφέτηση των γυναικών, άρχιζε την δράση της μόλις στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι.

Φωτο: Γυναίκες στον αγώνα των χωραφιών (Δ. Τλούπας)

Στη Διδακτορική διατριβή της (2006) η κ. Χριστίνα Πολέζε περιγράφει μέσα από τα κείμενα ευρωπαίων περιηγητών μεταξύ των άλλων και την θέση των γυναικών στη Λάρισα και της ευρύτερης περιοχής της τον 19ο αι. «Ο Λεόν Εζέ (Leon Heuzey) διαπρεπής γάλλος αρχαιολόγος βρέθηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 1854 διορισμένος στην Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών… Ο Εζέ ξεκίνησε το ταξίδι του για τη Θεσσαλία, σύμφωνα με το ημερολόγιό του τον Ιούνιο του 1858 από την Αθήνα… Η Λάρισα, λόγω των μιναρέδων της, παρουσίαζε προς όλους τους επισκέπτες τη συνηθισμένη όψη των τουρκικών πόλεων αλλά χωρίς καμία ιδιαίτερη πρωτοτυπία […]. Η αναφορά του Εζέ στην επιτηδευμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας και του αισθήματος του «επαρχιωτισμού» εκ μέρους των γυναικών του Τυρνάβου είναι δυνατόν να ερμηνευτεί ως ανάγκη διαφυγής των Ελληνίδων από τη δυστυχισμένη πραγματικότητα και ως προσπάθεια ανάτασης προς το «καθαρό» ελληνικό ως γλώσσα και ως πολιτισμό.[12]    

Ο Δημοσθένης Ανδρεάδης την ημέρα της απελευθέρωσης και της ενσωμάτωσης του Τυρνάβου στο ελληνικό κράτος (1-9-1881), περιέγραφε την εικόνα του γυναικείου πληθυσμού του Τυρνάβου «Γυναίκες πολύ λίγες βγήκαν, για να καλοδεχτούν «το Ελληνικό». Όλες μεσόκοπες, φορούν μακριές μάλλινες ή μεταξωτές φούστες και μπολερά τσόχινα ή μεταξωτά – σαλταμάρκες. Είναι ζωσμένες με μεγάλα θηλυκωτά χρυσοκαπνισμένα ζουνάρια κι’ όλες κεφαλοδεμένες, οι πιο ηλικιωμένες με ασημένιο «τεπέ» πάνω από το φέσι, και οι πιο νέες με τυλιγμένα τα μαλλιά τους σέ μεταξωτή «σκέπη». Μονάχα οι δασκάλισσες του νηπιαγωγείου και του παρθεναγωγείου φορούν καπέλλα και είναι ντυμένες ευρωπαϊκά. Οι μαθήτριες όλες στα κάτασπρα ντυμένες, με θαλασσιές ζώνες στη μέση και κορδέλες στο κεφάλι.

Ο Δημοσθένης Ανδρεάδης στο ίδιο άρθρο του περιγράφει έντονα και με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο το περιβάλλον και την κατάσταση της πόλης του Τυρνάβου: Όταν προσαρτήθηκεν ο Τύρναβος στην Ελλάδα, ήταν, όπως όλες οι τοτινές θεσσαλικές πόλεις, ένα δηλ. «περασμένο μεγαλείο» κι’ ένα «παρόν», που «διηγώντας το να κλαίς», ή τουλάχιστο να το συλλογιέσαι αποκαρδιωμένος. [13]

Η ίδρυση και η δράση της «Αναπλάσεως» αν και υπήρξε ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα στο τέλος του 19ου αι. αν και προσέφερε σημαντικά στην πνευματική, πολιτιστική, αθλητική και κοινωνική «ανάταξη» του Τυρνάβου, εν τούτοις δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις κρατούσες τότε συνήθειες στο ζητούμενο της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων και την ισότιμη θέση των γυναικών στην τότε κοινωνική πραγματικότητα.

Ο Δημοσθένης Ανδρεάδης στο ίδιο άρθρο του αναφέρει επίσης «[…] Κοντά σ’ αυτό, το γενικότερο, είχε κι ετούτο, το πιο μερικό, επίσης όμως μεγάλο καλό ή επιτυχία της «Αναπλάσεως». Μαζί με το ανέβασμα τής στάθμης του πολιτισμού ολόκληρης της μικροπολιτείας αυτής κατωρθώθηκεν απ’ την «Ανάπλαση» ν’ ανεβαστή στη συνείδηση των κατοίκων της και η εκτίμηση στους δημοδιδασκάλους της. Και σε τέτοιο βαθμό, που όλοι τους οι ανύπαντροι ως τότε να καλοπαντρευτούν και οι πιο πολλοί απ’ αυτούς να πάρουν προίκες μεγαλύτερες απ’ αυτές, που έπαιρναν οι επιστήμονες»!!!

Φωτο: Θερισμός με δρεπάνι στην Λάρισα το 1973.. Στο θερισμό είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι γυναίκες. Διακρίνεται η ξύλινη παλαμαριά που φορά η γυναίκα στο αριστερό της χέρι. (Φωτογράφος Τάκης Τλούπας)

Σ’ αυτό το ζοφερό κοινωνικό περιβάλλον εμφανίστηκε η χαρισματική μα και άτυχη Χαρίκλεια Καμβουκίδου, μία άγνωστη μορφή της ιστορίας του Τυρνάβου, για την οποία ο Τύρναβος μπορεί δίκαια να υπερηφανεύεται.

Φωτο: Έκδοση «Εφημερίς των Κυριών»

Το όνομα της Χαρίκλειας Α. Καμβουκίδου ήρθε στο φως από δημοσίευμα στην περιοδική έκδοση «Θεσσαλικό Ημερολόγιο» τ. 66 (2014), που εκδίδει ο ακάματος ρέκτης ερευνητής Κώστας Σπανός. Έφερε τον τίτλο «Χαρίκλεια Α. Καμβουκίδου, μια άγνωστη Τυρναβίτισσα λογοτέχνιδα» και υπογραφόταν από τον ιστορικό ερευνητή Αλέξανδρο Γρηγορίου.[14]

Ο Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου αναφέρει σχετικά «Η Χαρίκλεια Καμβουκίδου γεννήθηκε στον Τύρναβο το 1888 και ήταν το μικρότερο παιδί μιας εύπορης οικογένειας. Ο πατέρας της Αθανάσιος Καμβουκίδης και ήταν ενοικιαστής μεγάλων αγροτικών εκτάσεων στον Τύρναβο, στη Ροδιά και στον Παλαμά Καρδίτσας. Το 1901 η Χαρίκλεια Καμβουκίδου ήδη διατελούσε μέλος του συλλόγου Κυριών «Εργάνη Αθηνά» στην τοπική επιτροπή του Τυρνάβου. Το 1902, δεκατεσσάρων μόλις ετών, μένει ορφανή και από τους δύο γονείς της. Την κηδεμονία της αναλαμβάνουν τα αδέρφια της Αγλαΐα και Κωνσταντίνος, καθώς και ο θείος της Κωνσταντίνος Καμβουκίδης αδελφός του πατέρα της. Η Χαρίκλεια βαθύτατα πληγωμένη από τον θάνατο των γονιών της κλείστηκε στον εαυτό της και μακριά από τις παρέες των παιδικών της χρόνων άρχισε να διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία, γράφοντας η ίδια μικρά διηγήματα. Το 1903 εγγράφεται συνδρομήτρια στο αθηναϊκό περιοδικό Εφημερίς των Κυριών… Το φτερούγισμα πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια αργότερα τον Νοέμβριο του 1905…»

Το 1912 εγκαθίσταται στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο Σπλέντιτ αφού ο αδελφός της Κωνσταντίνος κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό (Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος). […] Υπό την κηδεμονία της Καλλιρόης Παρρέν, η Χαρίκλεια εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο τον Φεβρουάριο του ιδίου έτους και αμέσως γράφτηκε στο γαλλικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου, ενώ παράλληλα άρχισε μαθήματα Γερμανικών στο Λύκειο Ελληνίδων. Την ίδια εποχή έγινε μέλος της «Ενώσεως Ελληνίδων».[15]

Το απόγευμα του Σαββάτου 16 Μαρτίου 1913 η Χαρίκλεια Καμβουκίδου σε ηλικία μόλις 25 ετών έπεφτε νεκρή στην οδό Σταδίου από τη σφαίρα περιστρόφου ενός παράφρονος δολοφόνου… [16]

Φωτο: Έκδοση του Δήμου Τυρνάβου για την Χαρίκλεια Καμβουκίδου

Ο Μιχάλης Λαφαζάνης, επιμελητής της έκδοσης του Δήμου Τυρνάβου «Χαρίκλεια Καμβουκίδου (1888-1913) Διηγήματα», γράφει για την λογοτέχνιδα Χαρίκλεια Καμβουκίδου: Κεντρικό θέμα σε όλα τα δημοσιεύματα είναι οι γυναίκες και έμμεσα γίνονται αναφορές στο αναδυόμενο τότε ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης, κυρίως σε ζητήματα εργασίας, μόρφωσης, επαγγελματικής εκπαίδευσης. Το συγγραφικό της έργο αποτελείται από δεκαεννιά (19) αυτοτελή κείμενα γραμμένα σε διάστημα οχτώ χρόνων από το 1905 μέχρι τον άδοξο θάνατό της το 1913. Η συγγραφέας έγραψε το πρώτο κείμενο σε ηλικία 17 χρονών. Όλο το έργο της έχει δημοσιευτεί σε είκοσι (20) χωριστά φύλλα της «Εφημερίδος των Κυριών». Πρόκειται για το πρώτο γυναικείο έντυπο στην Ελλάδα (1887-1917) που διεύθυνε η Καλλιρόη Παρρέν, «πρωτοπόρος της ανάδειξης μιας νέας γυναικείας ταυτότητας στην Ελλάδα»

Τα κεντρικά πρόσωπα είναι οι γυναίκες που επιθυμούν, προσδοκούν, ερωτεύονται, αλλά στο τέλος υποχωρούν, διαψεύδονται, πληγώνονται, ερωτεύονται, αλλά στο τέλος υποχωρούν, διαψεύδονται, πληγώνονται ή και αυτοκαταστρέφονται… Έμμεσα η νεαρή συγγραφέας καταγγέλλει τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής που θέλουν τη γυναίκα και τα συναισθήματα της στη διακριτική ευχέρεια των ανδρών. [17]

Την Χαρίκλεια Καμβουκίδου απασχολεί η σκληρή δουλειά της υπαίθρου τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Όμως στρέφει το ενδιαφέρον της στην γυναίκα της υπαίθρου, συγκρίνει τον ρόλο τους με τη θέση των γυναικών στις πόλεις και παίρνει αφορμή να επιχειρηματολογήσει ότι η χειραφέτηση της γυναίκας δεν διαφθείρει τα χρηστά ήθη, ούτε καταστρέφει την οικογενειακή αρμονία. Διατυπώνει την άποψη ότι οι γυναίκες της υπαίθρου μπορούν αν ασχολούνται με λιγότερο επίπονες γεωργικές εργασίες…

Φωτο: Γυναίκες σε αγροτικές εργασίες (Δ. Τλούπας)

Εκτός από την επαγγελματική εκπαίδευση την απασχολούν δύο καίρια ζητήματα, που ήταν έντονα στην εποχή της: η υγιεινή και η μόρφωση των γυναικών. Θεωρεί ότι η φοίτηση των κοριτσιών της υπαίθρου πρέπει να εφαρμοστεί και να γίνει ουσιαστικά υποχρεωτική!!!

Η Καμβουκίδου, αναφέρεται επίσης και στη μόδα, την οποία σχολιάζει αρνητικά.. σαν ανάγκη διαφυγής της δυστυχίας των γυναικών του Τυρνάβου… [18]

Στην νεκρολογία της η Καλλιρόη Παρρέν αναφέρει χαρακτηριστικά για την νεαρή Χαρίκλεια Καμβουκίδου «Αυτή η Τυρναβιώτισσα, αυτή γέννημα θρέμμα της θεσσαλικής κωμοπόλεως, της οποίας τα αριστοκρατικότερα κορίτσια μου είχαν κάμει κατά τον πόλεμον του ’97, την εντύπωσιν αξέβγαλτων χωρικών. Αυτή δημιούργημα του μικρού εαυτού της, χωρίς ως την στιγμήν αυτήν να είχεν απομακρυνθεί από τα Θεσσαλικά σύνορα, χωρίς να είχε σπουδάση και μορφωθή αλλού παρά εις τον Τύρναβον, χωρίς να έχη και εις την προφοράν της ακόμη ούτε ίχνος από τον τόνον της ομιλίας των Θεσσαλών …»

                «… Ότι αφίνει οπίσω της είναι μόνον ο πρόλογος και η εισαγωγή. Είναι το άνθος που μόλις ανθίσει και ξερριζώνεται από μίαν αγρίαν και τυφλά μαινόμενην καταιγίδα.

                Και αφίνει οπίσω του μιαν ακτίνα φευγαλέαν από τα χρήματά του και ολίγην ευωδίαν απ΄ το άρωμά του».[19]

Η Χαρίκλεια Καμβουκίδου διατηρούσε πάντα δεσμούς με την ιδιαίτερή της πατρίδα, τον Τύρναβο, βοηθώντας τις γυναίκες πέραν των κειμένων της και πρακτικά «Όταν ήρχοντο δυστυχείς συμπολίτιδές της εις τας Αθήνας εγίνετο ο προστάτης των άγγελος. Έτρεχεν, ενεργούσε δεξιά και αριστερά για τις δουλειές των, για τας ανάγκας των». [20]

Η Χαρίκλεια Καμβουκίδου στο σύντομο βίο της υπήρξε ένα φωτεινό μονοπάτι στην δύσκολη πορεία της γυναικείας χειραφέτησης και την ανάδειξή της ως ισότιμο μέλος στην οικογένεια και στην κοινωνία.

Πρωτοπόρα ανέδειξε το δύσκολο κόσμο των γυναικών της υπαίθρου (ιδίως) και της πόλης θέτοντας ή αναδεικνύοντας ζητήματα υγιεινής και απασχόλησης και κυρίως της μόρφωσης & εκπαίδευσης των γυναικών, απαραίτητα εφόδια στον αγώνα για την ισότητα μεταξύ των δύο φύλων.

vii) Η ανακάλυψη του Τσίπουρου και του Ούζου Τυρνάβου «Uso Massalia»

Είναι γεγονός ότι η αμπελοκαλλιέργεια αποτελούσε και αποτελεί τον κύριο συντελεστή της μικροοικονομίας του Τυρνάβου. Ο Τύρναβος αναμφίβολα διατηρεί παλαιόθεν τα πρωτεία στην αμπελοκαλλιέργεια και στην παραγωγή ποιοτικών κρασιών, τσίπουρου και ούζου.

Οι Αντώνιος Ψωμάς (Υπ. Διδάκτορας ΓΠΑ, M.Sc. Χημείας & Τεχν. Περιβάλλοντος ΕΚΠΑ), Αστέριος Παπράς (Α.Ο.Σ Τυρνάβου), Αναστασία Παναγιώτου (Α.Ο.Σ Τυρνάβου) και Σέρκο Χαρουτουνιάν (Καθηγητής Χημείας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Επιστ. Υπεύθυνος του Προγράμματος), συνεργάσθηκαν, συνέγραψαν και δημοσίευσαν το 2008 μια σπουδαία μελέτη για την ιστορία του τσίπουρου Τυρνάβου με τίτλο : Ιστορικές, Λαογραφικές και Χημικές Παράμετροι για την Ανάδειξη των Ιδιαιτεροτήτων του Αποστάγματος Στέμφυλων Σταφυλής της Περιοχής Τυρνάβου.

Στη μελέτη μεταξύ των άλλων αναφέρονται τα εξής:

«Η ιστορία της αμπελουργίας και του κρασιού στην περιοχή μας ανάγεται από τους Βυζαντινούς χρόνους. Σε γράμματα του άρχοντα της Δυτικής Θεσσαλίας, Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου (1295), αναφέρεται μεταξύ των άλλων ειδικός φόρος οίνου και ελαίου (Τσοποτός, 1896).

Φωτο: Αμπελώνας στον Τύρναβο

Ο Γάλλος Λέων Εζέ (Leon Heuzey), ένας από τους πιο γνωστούς ξένους ερευνητές – περιηγητές επισκέφθηκε τον Τύρναβο το 1858 και αναφέρει ότι μεταξύ των φόρων που πλήρωναν στους Τούρκους ήταν και το «ζινζιριέ» δηλαδή φόρος της δεκάτης επί του μούστου. […] Το Τσίπουρο είναι ένα ελληνικό απόσταγμα το οποίο ξεκίνησε την πορεία του από τον Τύρναβο. Η Τσικουδιά (ή η Ρακή), στην Κρήτη είναι κάτι ανάλογο ωστόσο, η κυριότερη διαφορά του είναι ότι η τσικουδιά είναι προϊόν μονής απόσταξης. Σε άλλες χώρες, παρόμοια ποτά είναι η Ιταλική Γκράπα, το Αράκ της Μέσης Ανατολής και η Ζιβανία της Κύπρου.

Η ιστορία του Τυρναβίτικου Τσίπουρου σχετίζεται αναγκαστικά και άμεσα με την αμπελοκαλλιέργεια. Αυτή έχει συνδεθεί με την οικονομική ζωή της πόλης του Τυρνάβου και της ευρύτερης περιοχής εδώ και αρκετούς αιώνες. Ιστορικές πηγές αναφέρουν φόρους για αμπελουργικά προϊόντα ήδη μετά το 1600. Το αμπέλι δυναμικά μπαίνει στη ζωή των Τυρναβιτών στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα και τα προϊόντα που παράγονται απ’ αυτό αρχίζουν να πρωταγωνιστούν στην οικονομία της πόλης.

Το 19ο αιώνα, ο Τύρναβος αποτελούσε πέρασμα αγωγιατών και ζωέμπορων διαφόρων εθνικοτήτων, ανάμεσά τους και Βούλγαρων, που γνώριζαν την απόσταξη φυτών και συγκεκριμένα την κατασκευή ροδέλαιου, από τα τριαντάφυλλα.

Ένας Τυρναβίτης, ο Ζήσης Μισούρας, έμαθε την τέχνη της απόσταξης από τους Βούλγαρους και δοκίμασε να βράσει στέμφυλα (1852–1855). Η προσπάθειά του στέφθηκε από επιτυχία και συλλέγοντας σταγόνα σταγόνα το απόσταγμα δημιούργησε ένα νέο προϊόν, που το ονόμασε τσίπουρο. Ο Ζήσης Μισούρας δημιούργησε το πρώτο αποστακτικό συγκρότημα και κυκλοφόρησε επίσημα το πρώτο φημισμένο Τσίπουρο Τυρνάβου μεταξύ των ετών 1852 και 1855.

Φωτο: Το παραδοσιακό «Καραφάκι»

Στον Τύρναβο όμως παρήχθη για πρώτη φορά και το ούζο κατόπιν επεξεργασίας του τσίπουρου. […]

[…] Τσίπουρο μεταφερόταν από τον Τύρναβο (ήδη από τότε η Θεσσαλία ήταν σημαντική παραγωγός) στη γαλλική Μασσαλία μέσω της ιταλικής Γένοβας. Στα βαρέλια με το τσίπουρο αναγραφόταν η ένδειξη “Uso a Marsilla”, δηλαδή, για χρήση Μασσαλίας. Από το “ούζο” της Μασσαλίας λοιπόν, προέρχεται η γνωστή σημερινή ονομασία.[21]

Ο Γεώργιος Δ. Χατζηκώστας σε άρθρο του στα Θεσσαλικά Χρονικά αναφέρει «Από τότε παρήλθον πολλά έτη και ο Τύρναβος απωλέσας την σημαίνουσαν θέσιν του ως στρατιωτικής πόλεως και πόλεως του καλού σχολείου και πόλεως της βιομηχανίας, παραμένει ως μια κωμόπολις πρωτεύουσα επαρχίας, την οποία εις το Πανελλήνιον καθιστούν τώρα γνωστήν τα ολίγα υφαντά της στάμπας και το περίφημον ούζο Τυρνάβου. Το ούζο πίνομεν όλοι. Το ούζο αποκαλούμεν ούτω και κανείς δεν γνωρίζει πόθεν προέρχεται το όνομά του… ο αείμνηστος καθηγητής Αλ. Φιλαδελφεύς… μας παρέδωσε την πολύτιμον πληροφορίαν πόθεν ετυμολογείται η λέξις ούζο, η αντικαταστήσασα το τσίπουρο […]

Διότι είναι από τσίπουρο, ως και ελέγετο πρότερον περιέχον 22 μόνον βαθμούς οινοπνεύματος μετωνομάσθη δε εις ούζο εκ του εξής επεισοδίου. Εν Θεσσαλία τ’ αποστελλόμενα εις Μασσαλίαν κουκούλια ήσαν πάντοτε τα εκλεκτότερα και άριστα, δια να διακρίνωνται δε τα κιβώτια επεγράφετο επ’ αυτών μεγάλοις γράμμασι uso Massalia προς χρήσιν δηλαδή της Μασσαλίας. Έτυχε λοιπόν ποτέ, ιατρός τις παρά τη Τουρκική Υπηρεσία Αναστάς – μπέης καλούμενος, όστις παρεπιδήμει εν Τυρνάβω τότε, να πίη εκ του οινοπνευματώδους τούτου ποτού, τοσούτον δ’ εθέλχθη ώστε περιχαρής και έξαλλος αναφώνησε: Μα αυτό φίλοι μου είναι ούζο (uso) Μασσαλίας. Τοιαύτης δηλαδή λαμπράς ποιότητος ποτόν! Και έκτοτε από στόματος εις στόμα καθιερώθη η παρωνυμία και το τσίπουρο εβαπτίσθη εις ούζο. Την αυτήν ιστορίαν περί της ετυμολογίας του ονόματος ούζο αναφέρει και ο αείμνηστος Αχιλλεύς Τζάρτζανος, εις ένα του έτους 1932 μελέτημα του, περιλαμβανόμενον εις το υπό του υιού του κ. Νάσου Αχ. Τζαρτζάνου εκδοθέν βιβλίον υπό τον τίτλο «Αχ. Τζαρτζάνου: άρθρα και Μελετήματα […]».[22]

Κατά τον Αχιλλέα Τζάρτζανο «Στον Τύρναβο κατασκευάζουν από τα παλιά χρόνια οινόπνευμα από τα τσίπουρα (τα στέμφυλα) των σταφυλιών, τα οποία βράζουν με ανάλογη ποσότητα νερού. Το απόσταγμα που βγαίνει το έλεγαν και το λένε σούμα ή χάμικο. Το χάμικο αυτό δεν πίνεται, γιατί μυρίζει φοβερά και καίει πολύ.

Φωτο: Παραδοσιακό καζάνι τσίπουρου – άμβυκας στον Τύρναβο (Δ. Τλούπας)

Γι’ αυτό το αποστάζουν για δεύτερη φορά, αφού προσθέσουν μέσα γλυκάνισο, αλάτι και λίγα κάρβουνα με κρεμμύδια, σε ανάλογη ποσότητα, Απ’ αυτά όλα προέρχεται το τσίπουρο ή ρακί που πίνεται ευχάριστα. Αν τώρα το τσίπουρο αυτό ξαναβραστεί με λίγη μαστίχα μέσα και ζάχαρη και γίνει τρίτη απόσταξη, βγαίνει μια καλύτερη ποιότητα που το ονομάζουν σήμερα ούζο αλλά παλαιότερα το έλεγαν «ρακί ματαβρασμένο». Το «ματαβρασμένο ρακί» πήρε την ονομασία ούζο μόλις κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στον Τύρναβο και στη Θεσσαλία (1878-1881) από την εξής αφορμή: Βρισκόταν τότε στον Τύρναβο ένας στρατιωτικός γιατρός του τουρκικού στρατού. Ο Αρμένιος, Σταυράκ-μπέης είχε μεγάλη φιλία με δυο προκρίτους της περιοχής. Τον Αντώνιο Μακρή υφασματέμπορο και τον Δημήτριο Δουμενικιώτη παντοπώλη και ποτοποιό. Μαζί έπαιρναν το ορεκτικό τους τακτικά τα μεσημέρια συνοδεύοντας το με το «ματαβρασμένο ρακί». Ο Σταυράκ-μπέης, επειδή φαίνεται είχε ιδιαίτερη αγάπη στο ποτό αυτό, πήγε κάποτε στο εργοστάσιο του Δουμενικιώτη και εκεί επιτόπου, όπως λέμε, του συνέστησε να προσθέσει και κάποια άλλη ουσία για να βγει ρακί σε καλύτερη ποιότητα. Και πράγματι, όταν έγινε η απόσταξη, σύμφωνα με τη συμβουλή του γιατρού και οι τρεις φίλοι πήγαν να το δοκιμάσουν, ο Μακρής πρώτος, μόλις το δοκίμασε, υπερευχαριστήθηκε και αναφώνησε: «Μωρέ τι είναι αυτό; Αυτό είναι ούζο Μασσαλίας!». Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς τι ήθελε να πει ο μακαρίτης Αντώνης Μακρής, ο νονός του ούζου, με τις λέξεις «ούζο Μασσαλίας»; Στον Τύρναβο γινόταν και καλλιέργεια μεταξοσκώληκα και παράγονταν κάθε χρόνο κουκούλια σε μεγάλη ποσότητα. Από τα κουκούλια αυτά, τα εκλεκτότερα συσκευάζονται σε μπάλες και στέλνονταν στον Βόλο για την Ευρώπη, με την επιγραφή «uso Massalia», δηλαδή «προς χρήσιν Μασσαλίας». Στο εμπόριο η φράση αυτή σήμαινε, μεταφορικά εκλεκτή ποιότητα και αυτό εννοούσε ο Μακρής με την αναφώνηση του, χωρίς να φαντάζεται ότι θα γινόταν δημιουργός μιας λέξης, που χαρακτηρίζει τώρα μια ιδιαίτερη βιομηχανίας οινοπνεύματος και που βρίσκεται σήμερα σε κάθε πόλη της Ελλάδας στα στόματα όλων…».

Φωτο: Καζαναριό Β. Χριστοδούλου στον Τύρναβο (Δήμος Τυρνάβου)

Η παραδοσιακή παραγωγή του τσίπουρου με μικρά καζάνια (άμβυκες) με το καθεστώς των διημέρων είναι το «πολιτισμικό» γεγονός που συνδέει την ιστορία με το παρόν του Τυρνάβου, αλλά και το μέλλον του. Από την άποψη αυτή δεν θα πρέπει να καταργηθεί ως θεσμός, αλλά να αποτελέσει ευκαιρία ανάπτυξης της περιοχής.

Στην περιοχή του Τυρνάβου σήμερα υπάρχουν αρκετά μικρά οινοποιεία που παράγουν μαζικά εμφιαλωμένο τσίπουρο, όπως και ούζο, δύο προϊόντα της απόσταξης που είναι διαφορετικά μεταξύ τους…

Εν κατακλείδι, η ιστορία του τσίπουρου ξεκινά από τον Τύρναβο, ενώ δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εορτές που σχετίζονται με την κατανάλωση οινοπνεύματος και απορρέουν από τις διονυσιακές τελετές και τη διονυσιακή λατρεία, λαμβάνουν χώρα στον Τύρναβο. Το τσίπουρο δημιουργήθηκε εδώ για να στηρίξει μαζί με το κρασί τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής που σχετίζονται με τις λαϊκές παραδόσεις και που απορρέουν από τα αρχαία χρόνια.[…]

[…] Χωρίς την κατανάλωση οινοπνεύματος, δε βιωνόταν η έκσταση. Με αυτήν απελευθερώνονταν τα μέρη εκείνα της ανθρώπινης ψυχής, που κατά τη νηφάλια ζωή του ανθρώπου παραμένουν δέσμια, και γι’ αυτό ανενεργά, από κάθε λογής ήθη και απαγορεύσεις προερχόμενες από το μυαλό ή από την κοινωνία.[23]

Αν ο …οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου, τότε το τσίπουρο μαγεύει την ψυχή του!!!

Και τα δύο προϊόντα του αμπελιού, είναι άρρηκτα δεμένα με τον άνθρωπο ανά τους αιώνες και αρμονικά συνδεδεμένα με το μέτρο, την καλή σωματική και ψυχική κατάσταση, τον ισορροπημένο τρόπο ζωής, την χρήση του ως φάρμακο & φίλο και την μακροζωία. Και τα δύο συνδέονται ιστορικά με τον Τύρναβο και τους ανθρώπους του.

Παραπομπές

[1] https://www.eleftheria.gr/m/αφιερώματα/item/258367-ο-τυρναβοσ-στισ-αρχεσ-του-19ου-αιωνα. html

[2] https://www.eleftheria.gr/m/αφιερώματα/item/166630-το-παλατι-του-βελη-πασα-στον-τυρναβο. html

[3] https://www.eleftheria.gr/m/αφιερώματα/item/62013-.html

[4] Ψηφίδες Ιστορίας Περιοχής Τυρνάβου, Το μνημειώδες υδραγωγείο του Βελή πασά που έφερνε νερό στον Τύρναβο, Κώστας Θεοδωρόπουλος, Τύρναβος 2018 (σελ. 81-101)

[5] Το μνημειώδες υδραγωγείο του Βελή πασά που έφερνε νερό στον Τύρναβο, Κώστας Θεοδωρόπουλος, Ψηφίδες Ιστορίας Περιοχής Τυρνάβου 11/11/2017, Τύρναβος 2028 (σελ. 81-101)

[6] Τύρναβος Ιστορικές-Λαογραφικές Αναδρομές, Βύρων Γ. Σκρουμπής, Δήμος Τυρνάβου, Τύρναβος 2001 (σ. 135-137)

[7] Ψηφίδες Ιστορίας Περιοχής Τυρνάβου, Πρακτικά διημερίδας 6-7/2/2026, Τα τυποβαφεία του Τυρνάβου: Από την ιστορία και την παράδοση στην παραγωγή, Φανή Καλοκαιρινού, Δήμος Τυρνάβου 2018 (σελ. 291-309)

[8] Τύρναβος Ιστορικές-Λαογραφικές Αναδρομές, Βύρων Γ. Σκρουμπής, Δήμος Τυρνάβου, Τύρναβος 2001 (σ. 139-140)

[9] «Ετερότητα και Περιηγητική Γραμματεία. Η περίπτωση της Λάρισας κατά τον 19ο Αιώνα μέσα από τα κείμενα ευρωπαίων περιηγητών», Διδακτορική Διατριβή, Χριστίνα Πολέζε, Θεσσαλονίκη 2006 (σελ. 212)

[10] https://www.facebook.com/1449605771965146/photos

[11] https://studiesineurope.gr/%CF%87%CF%8E%CF%81%CE%B5%CF%82/%CE%B3%CE%B1%CE%BB%

[12] «Ετερότητα και Περιηγητική Γραμματεία. Η περίπτωση της Λάρισας κατά τον 19ο Αιώνα μέσα από τα κείμενα ευρωπαίων περιηγητών», Διδακτορική Διατριβή, Χριστίνα Πολέζε, Θεσσαλονίκη 2006 (σελ. 248, 250)

[13] ΘΕΣΣΑΛΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ Έκτακτη Έκδοση 1881 – 1931 Έκτακτος Έκδοσις, Ο Τύρναβος στα πρώτα 25 ελεύθερα χρόνια του, Δημοσθένης Ανδρεάδης, Αθήνα 1935, (σελ. 319, 325)

[14] Χαρίκλεια Καμβουκίδου (1888-1913) Διηγήματα, Οι Φίλοι της Βιβλιοθήκης, Τύρναβος 2018 (σελ. 9)

[15] Χαρίκλεια Καμβουκίδου (1888-1913) Διηγήματα, Οι Φίλοι της Βιβλιοθήκης, Αλέξανδρος Γρηγορίου, Τύρναβος 2018 (σελ. 13)

[16] Χαρίκλεια Καμβουκίδου (1888-1913) Διηγήματα, Οι Φίλοι της Βιβλιοθήκης, Αλέξανδρος Γρηγορίου, Τύρναβος 2018 (σελ. 18)

[17] Χαρίκλεια Καμβουκίδου (1888-1913) Διηγήματα, Οι Φίλοι της Βιβλιοθήκης, Μιχάλης Λαφαζάνης, Τύρναβος 2018 (σελ. 19-20)

[18] Χαρίκλεια Καμβουκίδου (1888-1913) Διηγήματα, Οι Φίλοι της Βιβλιοθήκης, Μιχάλης Λαφαζάνης, Τύρναβος 2018 (σελ. 21-28)

[19] Χαρίκλεια Καμβουκίδου (1888-1913) Διηγήματα, Οι Φίλοι της Βιβλιοθήκης, Μιχάλης Λαφαζάνης, Τύρναβος 2018 (σελ. 145)

[20] Χαρίκλεια Καμβουκίδου (1888-1913) Διηγήματα, Οι Φίλοι της Βιβλιοθήκης, Νεκρολογία της Καλιρρόης Παρρέν για τη Χαρίκλεια Καμβουκίδου, Τύρναβος 2018 (σελ. 144)

[21] Ιστορικές, Λαογραφικές και Χημικές Παράμετροι…, Αντώνιος Ψωμάς, Αστέριος Παπράς, Αναστασία Παναγιώτου & Σέρκο Χαρουτουνιάν, Αθήνα 2008 (σελ. 9-10)

[22] Θεσσαλικά Χρονικά, Τόμος 7ος-8ος, Ολίγα Περί Τυρνάβου, Γεώργιος Δ.Α. Χατζηκώστας, Αθήνα 1959 (σελ.306-317)

[23] Ιστορικές, Λαογραφικές και Χημικές Παράμετροι…, Αντώνιος Ψωμάς, Αστέριος Παπράς, Αναστασία Παναγιώτου & Σέρκο Χαρουτουνιάν, Αθήνα 2008 (σελ. 9-10)

Συνεχίζεται

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ