Του Αντιπτεράρχου (Ι) ε.α. Χρήστου Βάγια
Προέδρου της Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Αεροπορίας Λάρισας
Η δωδεκαετία μετά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος τελείωσε με ήττα της Ελλάδας, υπήρξε προβληματική για την χώρα. Η πτώχευση που είχε κηρύξει το 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης, τα αποτελέσματα αυτής και το κλίμα ηττοπάθειας μετά τον ταπεινωτικό πόλεμο, έγιναν ακόμα χειρότερα μετά την επιβολή της Επιτροπής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, την καταβολή πολεμικής αποζημίωσης στην Τουρκία, καθώς και τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους.
Η χώρα την περίοδο αυτή, είχε μπει στη δίνη μιας περιπέτειας που δύσκολα θα έβγαινε αλώβητη και πολύ περισσότερο ήταν απίθανο τα επόμενα χρόνια να ανακτήσει την εθνική της αξιοπρέπεια, βρισκόταν σε πλήρη ανυποληψία, διότι όλα αυτά τα χρόνια δεν έγινε κάτι το αξιοσημείωτο, εκτός από κάποιες ανορθωτικές, κυρίως στον οικονομικό τομέα, προσπάθειες των Κυβερνήσεων Θεοτόκη.
Εκτός από την οικονομική και την κυβερνητική αστάθεια, την περίοδο αυτή, εμφανίστηκε και το «Μακεδονικό ζήτημα», με αποτέλεσμα στη συνέχεια Ελλάδα και Βουλγαρία να συγκρουστούν στα εδάφη της Μακεδονίας. Στα θετικά στοιχεία μπορούν να καταχωρηθούν η διευθέτηση του «Κρητικού ζητήματος» μετά την κήρυξη της Κρήτης σε «αυτόνομη πολιτεία», με ύπατο αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας.
Τη λύση μερικά χρόνια αργότερα κλήθηκε να δώσει ένας ανερχόμενος πολιτικός από την Κρήτη, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν στις 23 Δεκεμβρίου του 1909, μετά το κίνημα στο Γουδί, κλήθηκε από τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» να αναλάβει την τύχη της χώρας προκαλώντας ποικίλες και αλυσιδωτές αντιδράσεις. Το έτος 1909, ήταν μια τομή στην Ελληνική Ιστορία, που σηματοδότησε την αρχή μιας περιόδου προόδου και συγκρότησης της Ελλάδας ως σύγχρονου κράτους.
Πρώτο μέλημα της Επανάστασης του 1909, ήταν η αναδιοργάνωση του Στρατού και του Στόλου. Οργανώθηκαν τέσσερεις μεραρχίες πεζικού, παραγγέλθηκαν στο εξωτερικό πυροβόλα νεότατου τύπου και σημαντικές ποσότητες ποικίλου πολεμικού υλικού, έγινε νομοθετική ρύθμιση πολλών θεμάτων του στρατού και του στόλου, ενώ στις 12 Μαρτίου 1910 υψώθηκε η ελληνική σημαία στο θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ που ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Η πολεμική προπαρασκευή της χώρας ενισχύθηκε σε μεγάλο βαθμό και για πρώτη φορά από τη σύσταση του ελληνικού κράτους εκπονήθηκαν άρτια σχέδια επιστρατεύσεως και προγράμματα εκπαιδεύσεως. Τον Αύγουστο του 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφήνει την Κρήτη και έρχεται στην Αθήνα. Στις εκλογές της 8ης Αυγούστου του 1910 ανακηρύσσεται νικητής των εκλογών με μεγάλη πλειοψηφία και στις 6 Οκτωβρίου ορκίζεται Πρωθυπουργός της Ελλάδος.
Ταυτόχρονα με την προσπάθεια της νέας κυβέρνησης για οργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων του Έθνους έχουμε τα πρώτα βήματα της Ελληνικής Αεροπορίας.
Η πολιτική ηγεσία και ιδιαίτερα ο Πρωθυπουργός της χώρας Ελευθέριος Βενιζέλος, υποστήριξε τη νέα αεροναυτική εφεύρεση και μερίμνησε ώστε ο λαός, που αγνοούσε τότε τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα της Δύσης, να κατανοήσει τη σημασία και την αξία της Αεροπορίας για την υπεράσπιση της πατρίδας και πολύ σύντομα να ενστερνιστεί την «αεροπορική ιδέα». Έτσι στις αρχές του αιώνα η Ελλάδα ήταν έτοιμη να δεχτεί το νέο αεροπορικό όπλο και να αξιοποιήσει την πρόοδο που είχε ήδη γίνει στον τομέα της αεροναυπηγικής. Η κυβερνητική μέριμνα συνετέλεσε στο να προέλθει από τις τάξεις του Στρατού μία ομάδα ικανών Αξιωματικών Αεροπόρων που επέβαλαν την Αεροπορία ως όπλο.
Παράλληλα με τους πρώτους ιδιώτες αεροπόρους, ο Στρατός ξεκίνησε από τις αρχές του 1911 συνεργασία με τη Γαλλία, στα πλαίσια της οποίας ήρθε στην Ελλάδα Γαλλική Οργανωτική αποστολή με επικεφαλής τον Υποστράτηγο Eudoux. Έτσι η οργάνωση Αεροπορικής Υπηρεσίας στηρίχτηκε σε Γαλλικά πρότυπα. Στα τέλη του 1911 το Υπουργείο Στρατιωτικών επέλεξε κατάλληλο προσωπικό και στα μέσα Δεκεμβρίου απεστάλησαν στη Γαλλία στην αεροπορική σχολή του Henry Farman τρεις αξιωματικοί αρχικά και άλλοι τρεις ακόμη τον Απρίλιο του 1912 για να υποστούν αεροπορική εκπαίδευση. Οι πρώτοι τρεις ήταν, οι Δ. Καμπέρος, ο Μιχαήλ Μουτούσης και ο Χρ. Αδαμίδης και οι υπόλοιποι τρεις ήταν, ο Λουκάς Παπαλουκάς, ο Μάρκος Δράκος και ο Πανούτσος Νοταράς. Πριν την αποστολή των έξι Αξιωματικών στη Γαλλία, είχε γίνει διαπραγμάτευση και στη συνέχεια υπογραφή σύμβασης με τον οίκο Farman, για αγορά αεροπλάνων τύπου Henry Farman.
Εν τω μεταξύ, από τις αρχές του 1912 εκδηλώθηκε από την ελληνική κυβέρνηση έντονη διπλωματική δραστηριότητα για απόκτηση συμμάχων στα Βαλκάνια, για να πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία και τη Θράκη, προκειμένου να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των χριστιανικών πληθυσμών και με απώτερο κρυφό σκοπό να απελευθερωθούν τα Ελληνικά χριστιανικά εδάφη από τους Οθωμανούς κατακτητές. Η Ελληνική κυβέρνηση ήταν ενήμερη για την υπογραφή μιας μυστικής συνθήκης συμμαχίας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας 29Φεβρουαρίου – 3 Μαρτίου 1912, που πραγματοποιήθηκε κατόπιν προτροπής του Τσάρου.
Την ίδια εποχή περίπου στην Τουρκία η επανάσταση των Νεότουρκων έδινε υποσχέσεις στα υπόδουλα ακόμη τμήματα των Βαλκανίων για περισσότερο ελαστική διακυβέρνηση εκ μέρους της Πύλης. Γρήγορα όμως οι ελπίδες διαψεύσθηκαν και οι επαγγελίες για ισονομία όλων των πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεχάστηκαν. Ο σοβινισμός των Νεότουρκων εκφράστηκε με τη μεγαλύτερη καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών.
Ο Βενιζέλος, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, έσπευσε αμέσως να προσεγγίσει τη Βουλγαρία για να την πείσει να δεχτεί στη συμμαχία και την Ελλάδα, με την υποστήριξη της Μ. Βρετανίας και της Ρωσίας. Η Βουλγαρία δέχτηκε την Ελλάδα στη βαλκανική συμμαχία, στην οποία μετείχε και το Μαυροβούνιο, χωρίς κανένα συγκεκριμένο όρο για εδαφικές παραχωρήσεις. Συμφωνήθηκε μόνο ότι κάθε σύμμαχος θα κρατούσε τα εδάφη που θα κατακτούσε κατά τον πόλεμο.
Το πρώτο δεκαήμερο Μαΐου του 1912 ,ανακλήθηκε από την Γαλλία ο Δ. Καμπέρος για να λάβει μέρος σε στρατιωτικά γυμνάσια, έχοντας ολοκληρώσει τον πρώτο κύκλο σπουδών του. Συγχρόνως μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, μέσα σε κιβώτια, και τα δύο πρώτα διπλάνα Henry Farman, 50 HP, που είχαν παραγγελθεί στη Γαλλία, τα οποία συναρμολογήθηκαν σε χώρο στο Π. Φάληρο από τον ίδιο τον Δ. Καμπέρο και το Γάλλο Αρχιμηχανικό Σοβώ. Στις 13 Μαΐου 1912 ο Δ. Καμπέρος πέταξε για πρώτη φορά από την περιοχή του Π. Φαλήρου και είναι ο πρώτος στρατιωτικός αεροπόρος και πρώτη πτήση στρατιωτικού αεροπλάνου στην Ελλάδα, με πλήθος κόσμου να τον παρακολουθεί ζητωκραυγάζοντας. Τις επόμενες μέρες από 14 έως19 Μαΐου 1912 συμμετείχε σε στρατιωτικά γυμνάσια με συνεχείς πτήσεις, προκαλώντας τον ενθουσιασμό του πλήθους και της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, εκτελώντας θεαματικούς ελιγμούς και αποστολές αναγνωρίσεως των εικονικών «εχθρικών στρατευμάτων». Μετά το τέλος των ασκήσεων, στις 27 Μαΐου1912 ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος βάπτισε τα πρώτα τέσσερα στρατιωτικά αεροπλάνα στην περιοχή του Π. Φαλήρου και τα ονόμασε Δαίδαλο ,Αετό, Γύψ και Ιέραξ μέσα σε κλίμα εθνικού ενθουσιασμού. Αυτή είναι η γενέθλια μέρα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Μετά τις επιτυχείς πτήσεις του Δ. Καμπέρου και μέσα στο ευνοϊκό κλίμα που επικρατούσε, το Υπουργείο Στρατιωτικών έδωσε στον Δ. Καμπέρo την άδεια, ύστερα από επίμονη απαίτηση του ίδιου, να μετατρέψει ένα στρατιωτικό αεροπλάνο σε υδροπλάνο. Στις 22 Ιουνίου 1912 η μετατροπή έγινε σε Henry Farman από τον ίδιο τον Καμπέρο με τη βοήθεια ανδρών του Μηχανικού και υπό την επίβλεψη του Γάλλου αερομηχανικού Σοβώ. Τα υδροπλάνα αργότερα στα τέλη Ιουνίου 1912 θα λάβουν μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις με μεγάλη επιτυχία.
Το Σεπτέμβριο του 1912 ανακλήθηκαν από τη Γαλλία οι έξι εκπαιδευθέντες Αεροπόροι Αξιωματικοί, οι οποίοι άρχισαν την οργάνωση της πρώτης Αεροπορικής Μονάδας στη Λάρισα.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1912, λίγες μέρες πριν την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου τέσσερα ελληνικά αεροπλάνα τύπου Henry Farman και τέσσερις αεροπόροι οι Δημ. Καμπέρος, Μιχαήλ Μουτούσης, Πανούτσος Νοταράς, και Χρ. Αδαμιδης εγκαταστάθηκαν σε έναν αγρό που στήθηκε πρόχειρο αεροδρόμιο, κοντά στη Λάρισα με αποστολή να παρέχουν πληροφορίες στο Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο στην ίδια περιοχή. Σημειωτέον ότι οι υπόλοιποι δυο αεροπόροι από τους έξι δεν παρουσιάστηκαν στον λόχο διότι είχαν εμπλακεί σε αεροπορικό ατύχημα. Η μικρή αυτή αεροπορική δύναμη με την επωνυμία «Λόχος Αεροπόρων» διέθετε έξι πιλότους, ένα Γάλλο αρχιμηχανικό, μερικούς τεχνίτες, 50 στρατιώτες ως βοηθητικό προσωπικό που εκτελούσαν και χρέη φρουράς του αεροδρομίου. Παράλληλα με την οργάνωση και εκπαίδευση πιλότων και μηχανικών του νεοσύστατου «Λόχου Αεροπόρων», άρχισαν να κατασκευάζονται υπό την εποπτεία του Διοικητή Σμήνους Υπολοχαγού Δ. Καμπέρου, στο εργοστάσιο Μαλτσινιώτη στην Αθήνα, οι πρώτες αεροπορικές βόμβες ελληνικής επινόησης. Οι βόμβες αυτές ήταν ένα είδος χειροβομβίδας βάρους, ενός κιλού περίπου με κυλινδρικό σώμα και σφαιρική απόληξη. Επίσης οι βόμβες διέθεταν κατευθυντήρια πτερύγια στην ουρά, αυτές τοποθετούνταν σε ξύλινο κιβώτιο δίπλα στον πιλότο και ρίχνονταν σε στόχους από τον ίδιο με το χέρι και με την πρόσκρουση έσκαζαν.
Τα αεροπλάνα Henry Farman, αποτελούνταν από ελαφρύ ξύλινο σκελετό, ήταν ακάλυπτα και η ταχύτητά τους δεν υπερέβαινε τα 100 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επίσης ήταν χωρίς άτρακτο και με τον κινητήρα πίσω από το κάθισμα του πιλότου, μπορούσαν να ανέβουν σε ύψος 2.000 μέτρων, πράγμα όμως δύσκολο, καθώς οι πιλότοι ήταν εντελώς εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες. Τα αεροσκάφη αυτά, διέθεταν μόνο πυξίδα και υψόμετρο, δεμένο στον άξονα του ποδωστηρίου, χωρίς άλλα όργανα αεροναυτιλίας ή επικοινωνίας. Τα κενά κάλυπτε ο χειριστής με την πείρα και την αντίληψή του. Επίσης δεν διέθεταν οπλισμό, πλην του περιστρόφου του χειριστή και μερικών βομβών, τις οποίες αυτός πετούσε με το χέρι κατεβαίνοντας χαμηλά. Μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η πτήση με ένα τέτοιο αεροπλάνο αποτελούσε ηρωισμό και μεγάλη δοκιμασία για τον πιλότο, ο οποίος εκτός από το κρύο ή τη βροχή είχε να αντιμετωπίσει ατομικά ή ομαδικά πυρά ή και πυρά με πυροβόλα. Η αδυναμία των αεροπλάνων αυτών να ανταποκριθούν στις επιχειρησιακές απαιτήσεις του πολέμου οδήγησαν στην παραγγελία δύο νέων τελειότερων αεροπλάνων Maurice Farman 70 ίππων και ένα Henry Farman HF 20, 80 ίππων, που μπορούσαν να φέρουν και παρατηρητή.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912, τις πρώτες πρωινές ώρες ξεκίνησε ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Ελληνικές δυνάμεις εξόρμησαν κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Μελούνα προς Ελασσόνα. Ο νεοσύστατος «Λόχος Αεροπόρων», είχε συμπεριληφθεί για πρώτη φορά στον Οργανισμό του Στρατού με έδρα τη Λάρισα, ο οποίος και τέθηκε σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητας με τέσσερα αεροπλάνα, παρόλο που διέθετε πενιχρά μέσα και προσωπικό για επιχειρήσεις .
Το ίδιο πρωί, πρώτης ημέρας του πολέμου, ο Υπολοχαγός Δ. Καμπέρος πήρε διαταγή από το Γενικό Στρατηγείο να εκτελέσει την πρώτη πολεμική αποστολή αναγνωρίσεως, να πετάξει πάνω από το μέτωπο και να δώσει πληροφορίες για τις κινήσεις και τις δυνάμεις του εχθρού, αναγνωρίζοντας το έδαφος μεταξύ Σκόμειας και Τσαριτσάνης. Ο Δ. Καμπέρος πράγματι απογειώθηκε από το Αεροδρόμιο της Λάρισας και αφού έκανε αναγνώριση ολόκληρης της παραμεθόριας περιοχής, προσγείωσε το αεροπλάνο στον Τίρναβο, από όπου υπέβαλε την λεπτομερή αναφορά του, για τις θέσεις και τις κινήσεις του Οθωμανικού Στρατού. Ο ίδιος περιέγραψε την πρώτη του αυτή πτήση πάνω από το μέτωπο, που είναι και η πρώτη στον κόσμο πτήση κατά τη διάρκεια ενός τακτικού πολέμου. Να τι έγραφε στην αναφορά του:
[Το από των συνόρων μέχρις Ελασσόνος τμήμα της αρτηρίας εισβολής εφαίνετο λευκόν και άσπιλον, το από Ελασσόνος μέχρι Σαρανταπόρου εστίζετο επί της αμαξιτής οδού, υπό αραιάς ασυγκροτήτου κινήσεως προς Σαραντάπορον ατόμων και ενίων οχημάτων. Η Ελασσών μάλλον εφαίνετο κατεχομένη.]
Υπολοχαγός Αεροπόρος Δ. Καμπέρος
Η πρώτη αυτή πολεμική αεροπορική αποστολή, αποτέλεσε την αρχή της δράσης των Ελλήνων Αεροπόρων. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της, αποδείχθηκαν πολύτιμες για την επίθεση στην Ελασσόνα. Στις 6 Οκτωβρίου λόγω κακοκαιρίας δεν πραγματοποιήθηκαν πτήσεις. Από την επόμενη ακολούθησαν και άλλες πολεμικές αεροπορικές αποστολές κατά τις μάχες του Σαρανταπόρου, με σκοπό την αναγνώριση των θέσεων και των κινήσεων του αντιπάλου. Κατά τις αποστολές αυτές πραγματοποιήθηκαν και ρίψεις βομβών, οι οποίες δεν επέφεραν βέβαια σοβαρές υλικές ζημιές, αλλά έπλητταν ουσιαστικά το ηθικό των εχθρικών στρατευμάτων. Σε μία από αυτές, στις 11 Οκτωβρίου, ο Δ. Καμπέρος διείσδυσε σε βάθος 60 χιλιομέτρων μέσα στο εχθρικό έδαφος, με αποτέλεσμα να δεχθεί σφοδρά πυρά από το τουρκικό πεζικό.
Η σύμπτυξη του αντιπάλου μετά τις μάχες του Σαρανταπόρου και η εσπευσμένη υποχώρηση του προς τα Σέρβια, διαπιστώθηκαν από τα αεροπλάνα Henry Farman τα οποία συνετέλεσαν με τον τρόπο αυτόν, στην επιτυχή και ταχεία καταδίωξή του εχθρού από τα θεσσαλικά εδάφη.
Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μέτωπο από τη συνεχή προέλαση του Στρατού, επέβαλε και την προώθηση του Λόχου Αεροπόρων σε πλησιέστερο στη μάχη αεροδρόμιο. Λόγω της μικρής ακτίνας δράσης των αεροσκαφών, δεν ήταν πλέον δυνατόν να πραγματοποιηθούν αποστολές από το αεροδρόμιο της Λάρισας κι έτσι επελέγη αυτό της Κοζάνης. Από εκεί οι αεροπόροι εκτελούσαν καθημερινά αναγνωρίσεις σε μεγάλο βάθος μέσα στο εχθρικό έδαφος με αεροσκάφη Farman.
Με την κατάληψη όμως της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912, οι επιχειρήσεις στο μέτωπο αυτό σταμάτησαν. Η Αεροπορία διατάχθηκε να μετακινηθεί στην Ήπειρο, για να συμμετάσχει στην κατάληψη των Ιωαννίνων. Επειδή όμως τα αεροσκάφη δεν ήταν δυνατόν να πετάξουν πάνω από τα παρεμβαλλόμενα υψηλά βουνά, αποσυναρμολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Εκεί ο Λόχος Αεροπόρων παρέλαβε τρία ακόμα νέα αεροπλάνα Maurice Farman MF.7, 80 ίππων. Τέλη Νοεμβρίου 1912 όλο το προσωπικό και το υλικό έφθασε με πλοία από τον Πειραιά στη Νικόπολη της Πρέβεζας, από όπου ο Λόχος ανέλαβε εκ νέου δράση.
Ο Ελληνικός στρατός, μετά τις νικηφόρες μάχες της Ελασσόνας, του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών ελευθέρωσε την Κοζάνη, τη Βέροια, τη Νάουσα και τέλος τη Θεσσαλονίκη, στην οποία μπήκε νικητής στις 26 Οκτωβρίου 1912, λίγες ώρες πριν τους Βούλγαρους. Στη συνέχεια ο ελληνικός στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία και απελευθέρωσε την Έδεσσα, τη Φλώρινα και την Κορυτσά, το Δεκέμβριο του 1912. Άλλο τμήμα του ελληνικού στρατού, πολεμώντας στο μέτωπο της Ηπείρου, εξόρμησε από την Άρτα προς την Πρέβεζα, τη Φιλιππιάδα και τελικά τα Γιάννενα, τα οποία μετά από στενή πολιορκία απελευθερώθηκαν στις 22 Φεβρουαρίου 1913.
Μετά τις επιτυχείς πτήσεις του Καμπέρου με υδροπλάνο, η Ελληνική Κυβέρνηση θεώρησε αναγκαίο να προγραμματίσει την οργάνωση εκτός της Στρατιωτικής και Ναυτικής Αεροπορίας. Η έκρηξη όμως των Βαλκανικών Πολέμων δεν επέτρεψε την εφαρμογή αυτού του σχεδίου, με αποτέλεσμα η Ναυτική αεροπορία να αποκτήσει το πρώτο υδροπλάνο τον Νοέμβριο του 1912. Επρόκειτο για ένα διθέσιο Astra Hydroplane, που έφερε κινητήρα Renault 100 ίππων. Σε επίσημη τελετή στο Παλαιό Φάληρο και με ανάδοχο τον Υπουργό Ναυτικών, το υδροπλάνο βαφτίστηκε «Ναυτίλος».
Η πρώτη αεροπορική αποστολή στο μέτωπο Ηπείρου πραγματοποιήθηκε από τον Υπολοχαγό Μ. Μουτούση, με αεροπλάνο Maurice Farman MF.7, στις 5 Δεκεμβρίου 1912. Ο Μουτούσης προέβη σε αναγνώριση της περιοχής μέχρι τα Ιωάννινα, προσβάλλοντας με βόμβες συγκεντρώσεις των τουρκικών στρατευμάτων, καθώς και τα οχυρά Μπιζανίου. Όταν ο Μουτούσης επέστρεψε, όλοι οι στρατιώτες ζητωκραύγαζαν για το θρίαμβό του, ενώ δέχθηκε τα συγχαρητήρια του Αρχηγού του Στρατού Ηπείρου. Ο Μουτούσης πραγματοποίησε από το αεροδρόμιο της Νικόπολης και δεύτερη επιτυχή πτήση πάνω από τα Ιωάννινα. Με βάση τις παρατηρήσεις του καταρτίστηκαν πρόχειρα σχεδιαγράμματα των οχυρωμάτων και των θέσεων των πυροβολαρχιών στο Μπιζάνι. Οι αποστολές των Ελλήνων αεροπόρων στο μέτωπο Ηπείρου συνεχίστηκαν, ενώ πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες ρίψεις εφημερίδων και τροφίμων για τους κατοίκους των πολιορκημένων Ιωαννίνων.
Στις 21 Ιανουαρίου 1913, ένα άλλο υδροπλάνο τύπου Maurice Farman Hydroplane με χειριστή τον Υπολοχαγό Μιχ. Μουτούση και παρατηρητή τον Σημαιοφόρο Αριστείδη Μωραϊτίνη, πραγματοποίησε επιτυχή δοκιμαστική πτήση μέχρι την Τένεδο. Έπειτα από αυτό ο Αρχηγός του αγκυροβολημένου στο Μούδρο Ελληνικού Στόλου, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το υδροπλάνο για τη συγκέντρωση πληροφοριών για τις ναυτικές δυνάμεις των Τούρκων που είχαν εγκλειστεί στα Δαρδανέλια. Για το λόγο αυτό διέταξε την εκτέλεση αεροπορικής αποστολής αναγνώρισης.
Στις 24 Ιανουαρίου 1913 ένα Ελληνικό υδροπλάνο αποθαλασσώθηκε από τον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου και πέταξε πάνω από τη ναυτική βάση του τουρκικού στόλου στο Ναγαρά των Δαρδανελίων, γεγονός σημαντικό στην ιστορία της πολεμικής αεροπορίας, που τονίστηκε από τον ελληνικό και τον ξένο τύπο της εποχής. Πιλότος του υδροπλάνου ήταν ο υπολοχαγός Μιχ. Μουτούσης, ο οποίος είχε ανακληθεί από το Ηπειρωτικό Μέτωπο το Δεκέμβριο του 1912 για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Ναυτική Αεροπορία, και παρατηρητής ο Σημαιοφόρος Αριστ. Μωραϊτίνης, που σε ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα σημείωσε τη θέση, το είδος και το όνομα των τουρκικών πολεμικών πλοίων. Κατά την αναγνώριση οι δύο πιλότοι έριξαν τις τέσσερις χειροβομβίδες τους πάνω στα τουρκικά πλοία, τα οποία ανταπέδωσαν με αντιαεροπορικά πυρά εναντίον των ελληνικών υδροπλάνων. Αυτή ήταν η πρώτη παγκοσμίως αποστολή ναυτικής συνεργασίας.
Όταν στις 21 Φεβρουαρίου 1913 ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τα Ιωάννινα, ο αεροπόρος Ανθυπίλαρχος Χρ. Αδαμίδης πραγματοποίησε με αεροπλάνο Maurice Farman πτήση πάνω από την πόλη και προσγειώθηκε στην πλατεία Διοικητηρίου, όπου του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή. Η πτήση αυτή σήμανε και τη λήξη των αεροπορικών επιχειρήσεων στο μέτωπο Ηπείρου.
Οι στρατιωτικοί παρατηρητές χαρακτήρισαν την αποστολή αυτή ως την πρώτη στον κόσμο ναυτικής συνεργασίας, ενώ ο ελληνικός και διεθνής τύπος εξήραν το γεγονός με εντυπωσιακούς τίτλους. Μεγαλύτερη όμως βαρύτητα είχαν τα σχόλια του τουρκικού τύπου, τα οποία έδιναν σαφή εικόνα της εντύπωσης που προκάλεσαν τα επιτεύγματα των Ελλήνων Αεροπόρων.
Κατά το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, που ξέσπασε στις 16 Ιουνίου 1913 μεταξύ Βουλγαρίας και των Ελλάδας, Σερβίας και Μαυροβουνίου δεν υπήρξε αεροπορική δράση από ελληνικής πλευράς διότι τα λίγα ελληνικά αεροπλάνα που είχαν χρησιμοποιηθεί εντατικά κατά τον Α’ Βαλκανικό είχαν υποστεί σημαντικές φθορές και ζημίες και είχαν ακινητοποιηθεί στο έδαφος από έλλειψη ανταλλακτικών και μη αποτελεσματική συντήρηση.
Ο Γάλλος Αντισυνταγματάρχης Denain, Διοικητής της Διασυμμαχικής Αεροπορίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκφράζοντας το θαυμασμό του για τους Έλληνες αεροπόρους του 1912-1913, ανέφερε σχετικά : «Οι αεροπόροι εκείνοι έπρεπε να θεωρούνται είδωλα αυταπάρνησης και αυτοθυσίας, γιατί τα αεροπλάνα εκείνα με τα οποία εκτελούσαν πολεμικές πτήσεις στο Μπιζάνι, τη Μακεδονία και τα Δαρδανέλια, δεν ήταν αεροπλάνα αλλά …σκοτώστρες.»
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι έληξαν με την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, στις 28 Ιουλίου 1913. Πριν από μερικούς μήνες η Αεροπορία είχε θρηνήσει τον πρώτο της νεκρό, που ήταν ο Εμμ. Αργυρόπουλος, ο οποίος από την έναρξη του πολέμου είχε καταταγεί στη Στρατιωτική Αεροπορία. Το αεροπορικό ατύχημα συνέβη στις 4 Απριλίου 1913, κατά τη διάρκεια αναγνωριστικής πτήσης επάνω από το Λαγκαδά, με το κατασχεθέν τουρκικό αεροπλάνο Blériot XI, που κατέπεσε λόγω βλάβης. Νεκρός από τα συντρίμμια ανασύρθηκε επίσης και ο ένθερμος υποστηρικτής της Αεροπορίας Κων. Μάνος.
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η Ελλάδα διπλασιάστηκε τόσο από πλευράς εκτάσεως όσο και από πλευράς πληθυσμού, ενώ κυριαρχώντας απόλυτα στο Αιγαίο, γινόταν μια υπολογίσιμη δύναμη στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.