ΓΡΑΦΕΙ Ο Αχιλλέας Αστ. Ροντούλης, Φοιτητής Νομικής Α.Π.Θ.
Την ώρα που η ανθρωπότητα στο σύνολό της βιώνει μια πρωτοφανή για τα δεδομένα της κρίση και η καθημερινότητα φαίνεται να αλλάζει ριζικά, η ελληνική κοινή γνώμη μοιάζει διχασμένη εξαιτίας της αντιπαράθεσης που έχει ξεσπάσει με αντικείμενο τα απαγορευτικά μέτρα που επιβλήθηκαν από την Κυβέρνηση εξαιτίας του κορωνοϊού.
Η μια πλευρά υποστηρίζει ότι τα επιβληθέντα μέτρα υποσκάπτουν απροκάλυπτα το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, ενώ η άλλη διατείνεται ότι δεν υφίσταται καμία αντισυνταγματικότητα.
Είναι, λοιπόν, αντισυνταγματικά ή όχι τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας; Παραβιάζουν την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του Συντάγματος, που θεμελιώνει ως απαραβίαστη την προσωπική ελευθερία; Ακυρώνουν την περιβόητη Αρχή της Αναλογικότητας που εκπορεύεται από το άρθρο 25 του ελληνικού Συντάγματος;
Με αμέριστο σεβασμό προς όλες τις ήδη διατυπωμένες από διακεκριμένους νομικούς και όχι μόνο απόψεις, οι οποίες μάλιστα αποτέλεσαν την αφετηρία του προβληματισμού μου και την γενεσιουργό δύναμη του παρόντος κειμένου, θα ήθελα να παραθέσω και τη δική μου άποψη, απαντώντας στα παραπάνω ερωτήματα. Σκοπός μου είναι η, απογαλακτισμένη από πολιτικές αποχρώσεις και διαιρέσεις, εμβάθυνση στην πραγματική ουσία του θέματος και η αποκλειστικά συνταγματική προσέγγιση του όλου προβληματισμού, έτσι ώστε να καταλήξω σε ένα, κατά το δυνατόν, λογικό και νομικά τεκμηριωμένο συμπέρασμα.
Η διχογνωμία που επικρατεί είναι ασφαλώς εύλογη και αιτιολογημένη, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνικής ζωής και η προσέγγισή του κάθε άλλο παρά εύκολη θεωρείται. Όμως, αν ληφθούν υπόψη: α) η παράγραφος 5 του άρθρου 5 του Συντάγματος, που θεσπίζει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας, β) η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος, από την οποία συνάγεται η στάθμιση του Συντακτικού Νομοθέτη υπέρ της δημόσιας υγείας, γ) η παράγραφος 3 του άρθρου 21 του Συντάγματος, από την οποία πηγάζει η θετική υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για την υγεία των πολιτών, λαμβάνοντας και ειδικά μέτρα αντιμετώπισης μιας πανδημίας, και δ) η παράγραφος 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος που θεμελιώνει το δικαίωμα του Κράτους να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης, δεν νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί αντισυνταγματική και αντίθετη στην Αρχή της Αναλογικότητας η επιβολή των περιορισμών και των απαγορεύσεων στην ελευθερία κίνησης για ένα σχετικά περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Ιδιαιτέρως, μάλιστα , πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η διασπορά του ιού με διαπιστωμένη γεωμετρική αύξηση απειλεί άμεσα και σοβαρά την υγεία του πληθυσμού, δηλαδή τη δημόσια υγεία, όχι ως αφηρημένο αγαθό, αλλά ως κατάσταση καθενός ατομικά, από την οποία εξαρτάται η πραγματική δυνατότητα άσκησης των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, η φύση του αγαθού της δημόσιας υγείας κρίνεται ως αναγκαία προϋπόθεση της άσκησης των υπολοίπων συνταγματικά κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όντας ο ουσιώδης πυρήνας καθενός εξ αυτών, που οπωσδήποτε πρέπει να προστατευθεί , έτσι ώστε να εξασφαλιστεί εν τοις πράγμασι η απρόσκοπτη και ουσιαστική άσκηση όλων των προαναφερθέντων δικαιωμάτων.
Παράλληλα, όμως, θα ήταν επιεικώς αφελής ένας νομικός συλλογισμός, ο οποίος θα απαξίωνε τον κεφαλαιώδη ρόλο του δικαιώματος της ελευθερίας στο ελληνικό Σύνταγμα, παραλείποντας ή υποβαθμίζοντας αυτόν, στο πλαίσιο του δημοσίου διαλόγου που έχει ξεκινήσει για το εν λόγω ζήτημα. Αναντίρρητα, λοιπόν, η ελευθερία, σε όλο το εύρος των εκφάνσεών της, πρέπει να θεωρείται ως ένας καταλυτικός παράγοντας για την εύρυθμη λειτουργία μιας κοινωνίας, που βρίσκεται, όμως, σε μια σχέση διαρκούς συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης με την υγεία, καθιστώντας έτσι διττό τον προαναφερόμενο ουσιώδη πυρήνα άσκησης των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, υγεία και ελευθερία συναπαρτίζουν μια αδιάσπαστη συνταγματική οντότητα, μη επιδεκτική διαιρέσεων ή αφαιρέσεων.
Ασπαζόμενος, λοιπόν, σε απόλυτο βαθμό την γενική κατευθυντήρια Αρχή του Συντάγματος, ότι κανένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δεν δύναται να υπερτερεί έναντι των υπολοίπων, αλλά ζητούμενο είναι η αρμονική συνύπαρξη και η ισότιμη λειτουργία τους, καθώς και τη βασική Αρχή της Αναλογικότητας, θεωρώ άτοπη την προσπάθεια αντιθετικής σύγκρισης δύο τέτοιων δικαιωμάτων, όπως είναι η ελευθερία και η υγεία, καθώς η ζυγαριά δεν φαίνεται να γέρνει προς το μέρος καμίας πλευράς, αλλά να παραμένει εκκωφαντικά αταλάντευτη. Βέβαια, η ύπαρξη ενός εξισορροπητικού μηχανισμού υπό μορφή ασφαλιστικών εγγυητικών δικλείδων κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να απορροφά τους ενδεχόμενους κραδασμούς και να προστατεύει τον παράλληλο βίο των δύο δικαιωμάτων, όταν τίθεται εν αμφιβόλω η ακεραιότητα του ενός εκ των δύο. Αυτόν, ακριβώς, τον ρόλο του εξισορροπητικού μηχανισμού αναλαμβάνει να επιτελέσει η συνταγματική λογική της παροδικής κάμψης του ενός δικαιώματος (άσκηση προσωπικής ελευθερίας) προς εξυπηρέτηση της ακώλυτης άσκησης και προστασίας του άλλου (διασφάλιση δημόσιας υγείας). θυμίζοντας ένα κοινό ελατήριο που παραμορφώνεται προσωρινά και στη συνέχεια επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση, ο συγκεκριμένος μηχανισμός επιτρέπει τον παροδικό μονάχα περιορισμό του ενός δικαιώματος. όταν αυτό επιτάσσουν οι συνθήκες, για να εξασφαλισθεί η ύπαρξη και του άλλου.
Συμπερασματικά, η βαθύτερη ουσία που προκύπτει από τον ανωτέρω συλλογισμό είναι η καταβολή προσπάθειας από τον κοινό νομοθέτη για την επίτευξη της αρμονικής συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης υγείας και ελευθερίας, σαν να είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτή, άλλωστε, είναι και η πρόθεση του Συντακτικού Νομοθέτη, γι’ αυτό και διατύπωσε κατά τέτοιον τρόπο τα σχετικά με το θέμα μας άρθρα του Συντάγματος, ώστε μέσω της ερμηνείας αυτών να καθίσταται ευχερής η συγκρότηση του προαναφερθέντος εξισορροπητικού μηχανισμού, η εφαρμογή του οποίου μέσω του νόμου θα επιτρέπει τελικά την ακώλυτη σύμπλευση όχι μόνο των δύο συγκεκριμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και όλων των υπολοίπων. Η πρόκληση της πραγμάτωσης των συνταγματικών επιταγών μεταφέρεται, δηλαδή, στον ερμηνευτή και εφαρμοστή του Συντάγματος, ο οποίος και προέρχεται από την εκπεφρασμένη λαϊκή βούληση, διαμέσου της νόμιμης εκλογικής διαδικασίας.