Γράφει ο Απόστολος Καλογιάννης Δημοτικός Σύμβουλος, Επικεφαλής «Ενωτικής Πρωτοβουλίας»
Με αφορμή θέμα της Ημερήσιας Διάταξης του τελευταίου Δημοτικού Συμβουλίου Λαρισαίων, που αφορούσε σε αποδέσμευση Κοινόχρηστου Χώρου (Κ.Χ.) στη συνοικία Νέας Σμύρνης, θεωρούμε υποχρέωση και ανάγκη να παραθέσουμε τη σαφή θέση μας σχετικά με το γενικότερο «φαινόμενο» – πρόβλημα που παρουσιάζεται με τους κοινόχρηστους χώρους στην πόλη μας, που έχουν δεσμευτεί από το Σχέδιο Πόλης πριν πολλά χρόνια.
Οι κοινόχρηστοι χώροι αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Η ύπαρξή τους είναι ένας σημαντικός δείκτης της ποιότητας του αστικού περιβάλλοντος και κρίνει την επιτυχία ή όχι του πολεοδομικού σχεδιασμού. Η ύπαρξή τους επίσης χαρακτηρίζεται ως «αναγκαίο για την υγεία των ανθρώπων υποκατάστατο του φυσικού περιβάλλοντος». Το στοιχείο αυτό αποτυπώνεται, εκτός από αυτή καθαυτή την επιστημονική θεώρηση του περιβαλλοντικού σχεδιασμού, στο Σύνταγμα της χώρας (άρθρο 24) και σε σειρά νομοθετημάτων και αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Απομείωση των επιφανειών των κοινόχρηστων χώρων απαγορεύεται ρητά. Επίσης, η τροποποίηση τους επιτρέπεται, χωρίς βέβαια να απομειώνονται, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και εφόσον διευκολύνουν την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού.
Όπως μπορεί να αντιληφθεί ο καθένας, το νομικό πλαίσιο που καλύπτει την υπόθεση «κοινόχρηστοι χώροι» είναι παραπάνω από ξεκάθαρο. Ποιά είναι όμως η πολιτική που ακολουθείται;
Η έλλειψη πολιτικής βούλησης και η οικονομική κατάσταση του Δήμου μας συγκροτούν την αδυναμία της Δημοτικής Αρχής να καταγράψει, να ιεραρχήσει και, εν τέλει, να εξασφαλίσει και να αξιοποιήσει τους επιβεβλημένους από τον πολεοδομικό σχεδιασμό κοινόχρηστους χώρους. Ως αποτέλεσμα έχουμε πολλούς αποχαρακτηρισμούς κοινόχρηστων χώρων στην πόλη μας μετά από δικαστικές αποφάσεις. Η Δημοτική Αρχή ποτέ δεν έσκυψε με σοβαρότητα, ως όφειλε, να μελετήσει το πρόβλημα, ακόμη και σε περιόδους σχετικής οικονομικής άνεσης, με αποτέλεσμα και οι πολίτες να έχουν δεσμευμένες τις περιουσίες τους για πολλά χρόνια και ο Δήμος να μην εξασφαλίζει τους απαραίτητους για τη βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος χώρους. Η άποψή της, ότι οι χώροι που δεσμεύθηκαν τη δεκαετία του ’80 είναι πολυάριθμοι, δεν έχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση και μοναδικός σκοπός είναι να πετάξει από πάνω της τις σοβαρές ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Η επικαλούμενη πάγια και διαχρονική οικονομική αδυναμία που προβάλλεται για να τεκμηριωθεί το «δεν μπορεί να γίνει αλλιώς», κατ’ ουσία αποτελεί πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό εκβιασμό.
Στην περίπτωση της Νέας Σμύρνης, μίας συνοικίας με πολλά προβλήματα στο αστικό της περιβάλλον, επιχειρήθηκε στο τελευταίο Δ.Σ. να αποδεσμευθούν 2 στρέμματα κοινόχρηστων χώρων, απόλυτα αναγκαία στη συνοικία. Οι λόγοι πάντα οι ίδιοι. Δεν έχουμε λεφτά. Η πολιτική πίεση που ασκήσαμε και η επιχειρηματολογία μας, ανάγκασε τη Δημοτική Αρχή να πάρει πίσω το θέμα για να το μελετήσει. Για τη συνοικία, το θέμα είναι πλέον στα χέρια των κατοίκων της, οι οποίοι πρέπει να κινηθούν προς τον Δήμο ταχύτατα.
Για ‘μας, ο Δημόσιος Χώρος αποτελεί στοιχείο του μεγέθους του πλούτου μίας πόλης. Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε σε εκπτώσεις και παρεκτροπές από τους βασικούς άξονες της πραγματικής βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης. Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει:
– Να καταγραφούν και να ιεραρχηθούν άμεσα οι δεσμευμένοι ως κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι της πόλης, ώστε να σχεδιαστεί στρατηγικά η εξασφάλισή τους.
– Για κάθε επέμβαση, ανάλογα με το βαθμό της σπουδαιότητάς της, να εξασφαλίζεται η μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση.
Να εξασφαλιστούν άμεσα τρόποι χρηματοδότησης, όπως για παράδειγμα πόροι από το “πράσινο ταμείο”, ώστε: α) να ενεργοποιηθούν οι προβλέψεις του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου για αναπλάσεις περιοχών της πόλης και β) να προχωρήσουν οι διαδικασίες απαλλοτρίωσης και εν τέλει πρόκτησης των προβλεπόμενων από το σχέδιο πόλης κοινόχρηστων χώρων από τον Δήμο Λαρισαίων.
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε, πως δεν είναι δυνατόν, η παρούσα δημοτική αρχή να επιδιώκει την ανακήρυξη της πόλης μας, ως “πράσινη πρωτεύουσα” της Ευρώπης για το 2016, ακολουθώντας μια πολιτική που αντιστρατεύεται τις βασικές αρχές μιας πράσινης πόλης.