Την άποψη πως σήμερα οι πιθανότητες διάλυσης του ευρώ είναι περισσότερες από ότι ήταν στην κορύφωση της κρίσης, διατυπώνει ο γνωστός αρθρογράφος των Financial Times Βόλφγκανγκ Μίνχαου, αμφισβητώντας την παγιωμένη θέση των ευρωπαϊκών φορέων χάραξης πολιτικής ότι η επιβίωση του ευρώ δεν τίθεται πλέον σε αμφιβολία.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποια ήταν η πιθανότητα διάλυσης του ευρώ κατά τη διάρκεια της κρίσης. Αλλά είμαι βέβαιος ότι η πιθανότητα είναι υψηλότερη σήμερα. Πριν από δύο χρόνια όσοι έκαναν προβλέψεις είχαν την ελπίδα μιας ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης. Τώρα ξέρουμε ότι δεν συνέβη, ούτε πρόκειται να συμβεί» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μίνχαου.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει πριν από δύο χρόνια, η Ευρωζώνη δεν ήταν προετοιμασμένη για μια οικονομική κρίση, αλλά τουλάχιστον οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αποκρίθηκαν στην αντιμετώπιση της απειλής με τη δημιουργία μηχανισμών.
Ωστόσο, σήμερα, η Ευρωζώνη δεν έχει έναν μηχανισμό για να αμυνθεί κατά μιας παρατεταμένης ύφεσης, ενώ επιπρόσθετα ο αρθρογράφος των FT υποστηρίζει πως σε αντίθεση με πριν από δύο χρόνια, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν καμία όρεξη να δημιουργήσουν έναν τέτοιο μηχανισμό σήμερα.
«Οι βασικοί πρωταγωνιστές σήμερα δεν είναι οι διεθνείς επενδυτές, αλλά οι εξεγερμένοι εκλογείς που πιθανόν να ψηφίσουν μια νέα γενιά ηγετών και οι οποίοι εμφανίζονται πρόθυμοι να υποστηρίξουν περιφερειακές κινήσεις ανεξαρτησίας» επισημαίνει ο Μίνχαου και φέρνει ως παράδειγμα την ενδυνάμωση της Μαρί Λεπέν στη Γαλλία, του Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία.
«Στην Ελλάδα, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα του, προηγούνται στις δημοσκοπήσεις. Έτσι κάνει και το Podemos στην Ισπανία, με τον τρομερό νεαρό ηγέτη του Πάμπλο Ιγκλέσιας» υπογραμμίζει ο αρθογράφος.
Τέλος, υποστηρίζει πως η λιτότητα «ήλθε για να μείνει» στη ζώνη του ευρώ, ενώ δεν εμφανίζεται αισιόδοξος για τις μελλοντικές αποφάσεις πολιτικής της ΕΚΤ, αναμένοντας παρά μόνον ένα μικρό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Τέλος, σχολιάζοντας την εμμονή των Ευρωπαίων στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις; σημειώνει πως αυτές είναι μεν θετικές, αλλά δεν θα αυξήσουν την εγχώρια ζήτηση.