ΟΙ ΔΡΑΓΑΣΙΕΣ ΤΥΡΝΑΒΟΥ ΚΑΙ ΑΜΠΕΛΩΝΑ

Τσαρδάκι-Δραγασιά ή Φραγκιάτα, Τύρναβος, 1959, φωτογραφία Τάκη Τλούπα

Της Κωνσταντινιάς Πατσή*
Το κείμενο, που ακολουθεί, αποτελεί μια σύντομη ιστορική αναφορά στον τρόπο φύλαξης της γεωργικής παραγωγής τον προηγούμενο αιώνα.  Αφορμή γι’ αυτή τη σύντομη μνεία υπήρξε η δημοσίευση στον τοπικό Τύπο της είδησης, ότι το φαινόμενο κλοπής γεωργικών προϊόντων (κυρίως  σταφυλιών) οξύνθηκε στην περιοχή μας τα τελευταία χρόνια,

γεγονός που γεμίζει με απελπισία κι απόγνωση    τους παραγωγούς, οι οποίοι ζητούν για την αντιμετώπιση του τη λήψη πρόσθετων μέτρων  από την οργανωμένη Πολιτεία άμεσα , ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι, που καταφεύγουν στην πρόσληψη ιδιωτικών εταιριών φύλαξης.

Ο θεσμός της Αγροφυλακής είναι γνωστός από τα αρχαία χρόνια. Κατά τον Αριστοτέλη «’Αγρονόμοι οἱ τῶν περί τά ἒξω τοῦ ἂστεος ἂρχοντες» Στους νεότερους χρόνους, αμέσως μετά την απελευθέρωση του πρώτου τμήματος της ελληνικής γης, πάρθηκαν νομοθετικά μέτρα που αφορούσαν την Αγροφυλακή γενικά. Με το διάταγμα της 31-12-1836 «περί Δημοτικής Αστυνομίας» και «περί προφυλάξεως των δενδροφυτειών» η αστυνομία  τόσο η τοπική όσο και η αγρονομική ανατέθηκε στους Δήμους και αργότερα με το νομοθετικό διάταγμα της 2ας Φεβρουαρίου 1923 ορίστηκαν τα καθήκοντα αυτής της υπηρεσίας: «να μεριμνά δια την εφαρμογήν των νόμων και των διαταγών των αφορούντων εις την ασφάλειαν των αγροτικών κτημάτων, να προλαμβάνη τας εις τους αγρούς και τα αγροτικά κτήματα γενομένας ζημίας, να εξακριβώνη τα αγροτικά αδικήματα και να επιδιώκη την τιμωρίαν των δραστών».

Ο νόμος «Περί Κώδικος Αγροτικής Ασφάλειας» του 1937 καθώς και άλλα νομοθετήματα περί αγροφυλακής καταργήθηκαν με το νόμο υπ’ αριθμ. 3030/1954  «περί αγροφυλακής», ο οποίος έφερε πολλές και σημαντικές βελτιώσεις στο νόμο του 1923. Με το νόμο αυτό οι αγροφύλακες έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι και μισθοδοτούνταν από 1ης Ιανουαρίου 1955 όπως και οι λοιποί δημόσιοι υπάλληλοι. Με τον νόμο 3585/5-7-2007, ΦΕΚ 148 τ. Α΄ , έγινε επανασύσταση του σώματος της Αγροφυλακής, με νέες αρμοδιότητες και καθήκοντα. Το νέο σώμα φέρει το όνομα «Αστυνομία της Οικολογίας». Στις νέες αρμοδιότητες περιλαμβάνονται η προστασία του περιβάλλοντος, η διαχείριση των υδάτινων πόρων, η εντόπιση χασισοκαλλιεργειών, η προστασία των αρχαιολογικών χώρων κ.λ.π. Με τον νόμο 3938/31-3-2011, ΦΕΚ 61, άρθρο 21 ο προηγούμενος νόμος «περί Αγροφυλακής» καταργήθηκε και η Ελληνική Αγροφυλακή ενσωματώθηκε στη Δασική Υπηρεσία.

Τσαρδάκι-Δραγασιά, Αμπελώνας Λάρισας, Θεσσαλία, 1960 ,φωτογραφία Τάκη Τλούπα
Τσαρδάκι-Δραγασιά, Αμπελώνας Λάρισας, Θεσσαλία, 1960 ,φωτογραφία Τάκη Τλούπα

Μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αι. για να μπορούν να παρακολουθούν οι ιδιοκτήτες ή οι καλλιεργητές των κτημάτων αλλά και οι δραγάτες-αγροφύλακες τα χωράφια στον κάμπο και να προστατεύουν τις παραγωγές από κλοπές ή ζημίες έφτιαχναν  σε περίοπτες θέσεις- απ’ όπου κατάφερναν  να εποπτεύουν ολάκερη την περιοχή- ψηλές αυτοσχέδιες καλύβες, γνωστές ως δραγασιές ή τσαρδάκια. Αυτές ήταν προχειροκατασκευασμένα κιόσκια, με καλαμιές πλεγμένες σε ξύλινο σκελετό (συνήθως από ξύλο λυγαριάς), που τους παρείχαν τη στοιχειώδη σκιά. Στις δραγασιές  είχαν το πρόχειρο κρεβάτι τους, κουβέρτες ή την μάλλινη κάπα τους για το κρύο της νύχτας και λυχνάρι ή φανάρι με λάδι για στοιχειώδη φωτισμό.

Από εκεί ολημερίς και ολονυχτίς με συντρόφους τον γκιώνη , τ’ αηδόνι και τους αμπελουργούς επόπτευαν την περιοχή της δικαιοδοσίας τους κι όταν διαπίστωναν κάποια αταξία, έβγαζαν το βούκινο και προειδοποιούσαν με απειλητικά «βουκινίσματα» τον παραβάτη ή πετροβολούσαν τα ζώα του κάμπου, που αψηφώντας τα σκιάχτρα και τους ίδιους απειλούσαν τις παραγωγές. Σπάνια αναγκάζονταν να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό, για να «σκιάξουν τους αλαφροπάτηδες της νύχτας». Άλλοτε πάλι, οι δραγάτες, έκαναν “μπροσκάδες” δηλαδή κρυβόντουσαν σε κατάλληλες κρύπτες και συνελάμβαναν επ’ αυτοφώρω τους ζημιωτές της υπαίθρου.

Ο δραγάτης (του Γιάννη Σαντάρμη)

Να ’μουν πρεδάρης στα σπαρτά, πρεδάρης στα περβόλια,

μα πιο καλά ’ταν να ’μουνα δραγάτης μες στ’ αμπέλια

σιμά κοντά τον Αύγουστο, τον τρυγητή το μήνα.

Στην πιο περίτρανη κορφή, στο πιο μεγάλο δέντρο

να στήσω το τσαρδάκι μου, να φκιάσω τη δραγάτα,

από κλωνάρια αλυγαριάς κι από φυλλούρια φτέρας,

να ξαγναντεύω από ψηλά, περίγυρα να βλέπω,

να δραγατεύω ολημερίς απ’ την αυγή ως το βράδυ.

Να ’χω σουρήχτρα να σουρώ, χουχότα να φωνάζω,

μακριά μακριά ν’ ακούγομαι, ξαλάγρα ν’ αγροικιέμαι.

– Όξω από τα γεράμπελα κι όξω απ’ τ’ αμπελοφύτια!

Και κάπου-κάπου απ’ το τσαρδί κι απ’ την κρεββάτα απάνω

να ρίχνω καμιά τουφεκιά, να ρίχνω κάνα αρμούτι,

να σκιάζω τα παιδόπουλα, τ’ αλάνια να φοβίζω

και τους αλαφροπάτηδες της νύχτας ν’ αποδιώχνω.

Ο γκιώνης όλο το βραδύ, στις περγολιές κρυμμένος,

με τη χλιμμένη του φωνή ξυπνό να με κρατάει,

το δροσερό το χάραμα να μου λαλεί τ’ αηδόνι

από τους όχτους τους χλωρούς κι από τους φράχτες γύρα

και μες στο γιόμα το χρυσό και στ’ όμορρφο το δείλι

ν’ ακούγω τον αμπελουργό, ν’ ακούω τον κρασοπούλο

να τραγουδεί γλυκά-γλυκά μες στα πλατιά τα φύλλα

και μες στις κληματόβεργες με το βαθύ τους ίσκιο.

Να ’χω τ’ αγέρι από παντού χαμπέρια να μου φέρνει,

αχούς από πατήματα κι αχούς από δρασκέλια,

να ’χω για νυχτολύχναρο και το λαμπρό φεγγάρι

να μου φωτάει στις σκοτεινιές, να με βοηθάει στις διάβες

και στα νυχτοφυλάματα περίσσια να μου φέγγει.

Όταν λουφάζει ο άνεμος και παύει η τσακατούρα

και τα σκιαζούρια δε φελάν, τα σκιάχτρα δεν τρομάζουν,

να βγαίνω να πετροβολώ, να βγαίνω να προγκάω

του κάμπου τ’ αγριοζούλαπα, του κάμπου όλα τ’ ασβούδια,

του κάμπου τα πετούμενα, τους σβίγγους, τις χελώνες

και τις χιλιάδες μέλισσες κι αυτούς τους σκαντζοχοίρους.

Σίντας τα μάτια θα σφαλώ, κοντά στο μεσημέρι,

σε κλώνο απ’ όξω στο δεντρί κι απ’ όξω στην τσαρδάκα,

η κάπα μου να κρέμεται, σα φοβερό μπαϊράκι

και σαν τρανό λες φλάμπουρο, να μαρτυρά η θωριά της

πως μέσα είμαι και κοίτομαι και πως πλαγιάζω μέσα.

Μα σαν ντοριάζονται οι φυτειές, τ’ αμπέλια σαν πατιούνται,

να στέλνω εδώ, να στέλνω εκεί γραφές για ποδοκόπια.

Πρώτος εγώ να γεύομαι και να καλοσκαιρίζω,

σα να ’μαι ο αφέντης τ’ αμπελιού, σα να ’μαι ο νοικοκύρης,

τις ράγες που μαντεύονται, τα παρδαλά πρωιμάδια.

Χωριάτες δώθε να περνάν, διαβάτες ν’ αραδίζουν,

να φέρνουν στο καλύβι μου φαγί με την αράδα,

άλλος καλό πουρνιάτικο, μεσημεριάτικο άλλος,

άλλος κουλούρα στον τρουβά, κρασί σε τσίτσα μέσα,

να στέκει και να μολογά κι άλλος κάνα χαμπέρι.

Και για ξαντίνεμα κι εγώ και για γλυκό σπολλάτι

εδώ σταφύλι να πετώ, τσαμπί εκεί να φιλεύω

κι αλλού ράγες ξεδιαλεχτές να δίνω στο μαντήλι.

Στ’ Αυγούστου εκεί το ξέβγαλμα, στου τρυγητή την ώρα

οι αφέντρες να μου εύχονται, να λένε οι αφεντάδες.

– Δραγάτη, που δραγάτεψες φυτειές εσύ κι αμπέλια,

εσύ τα ραγολόγησες τα πρώτα τα σταφύλια,

εσύ να φας και τα στερνά, να φας και τα κοτρύδια,

να πάρεις και του τρυγητή την πλέρα που σου πρέπει.

Κι εγώ, γυρνώντας πότε εδώ, γυρνώντας πότε εκείθε,

κούτσουρο σ’ άλλο κούτσουρο και κλήμα σ’ άλλο κλήμα

να ρίχνω μέσα στον τρουβά, να βάνω στο σακκούλι

σταφύλι από το ραζακί, σταφύλι απ’ το φιλέρι,

σταφύλι απ’ το μοσκάσπρουδο, τσαμπί απ’ το βοϊδομάτι,

απ’ τη ρομπόλλα, απ’ το μπλαβό κι απ’ τη μαυροκουρούνα.

Γλωσσάρι

αλάνι, το = αλητόπαιδο.

αραδίζω = περπατώ, κυκλοφορώ.

ασβούδι, το = ο ασβός, παραποτάμιο θηλαστικό, που ανήκει στην οικογένεια των ικτίδων, με καστανόμαυρο και σκληρό τρίχωμα.

δραγάτα, η = κατάλυμα και παρατηρητήριο του αγροφύλακα φτιαγμένο από κλαδιά σε κορυφή λόφου ή σε ψηλό δέν­δρο, δραγασιά, κρεββάτα.

δραγατεύω = είμαι φύλακας των αμπελιών.

δραγάτης, ο = αμπελοφύλακας, αγροφύλακας, πρεδάρης.

καλοσκαιρίζω = πρωτοδοκιμάζω φρούτο που ωρίμασε ή ο,τιδήποτε φαγώσιμο.

κοτρύδι, το = μικρό σταφύλι που μένει και ωριμάζει στο κλήμα μετά από τον τρύγο, βοτρύδι, απομεινάρι.

κρασοπούλος, ο = όμορφο πουλί, λίγο πιο μεγάλο απ’ το σπουρ­γίτι, με κίτρινη κοιλιά, κιτρινόμαυρα φτερά, σταχτιά ράχη και μαύρο κεφάλι που ζει στ’ αμπέλια και κελαηδεί με­λωδικά, αμπελουργός, μεθύοτρα, μπερβέλι, εμπέριζα (χοντρομύτης ο μελανοκέφαλος).

μαντεύομαι = αρχίζω να ωριμάζω, φαίνονται οι πρώτες ώριμες ρώγες στα σταφύλια.

ντοριάζομαι = έχω αχνάρια, γεμίζω από πατημασιές.

ξαντίμεμα, το = ανταμοιβή.

περγολιά, η = κληματαριά απλωμένη, κρεββατίνα, καβαλαριά.

πλέρα, η = πληρωμή.

ποδοκόπι, το = η πληρωμή που παίρνει ο αγροφύλακας για πια­σμένο ζώο σε ξένο χωράφι, τα σύλληπτρα.

πουρνιάτικο, το = πρωινό φαγητό.

πρεδάρης, ο = αγροφύλακας.

ραγολογώ = κόβω από το σταφύλι ρώγες ώριμες και τρώω.

σβίγγος, ο = η χρυσόμυγα (ηχοποιημένο ουσιαστικό από τη βοή σβ, σβ που κάνει το έντομο αυτό), γυαλίστρα.

σκιαζούρι, το = ομοίωμα ανθρώπου ή αντικείμενο με διάφορα σχήματα και χρώματα στημένο στο χωράφι με σκοπό να φοβούνται τα πουλιά και τ’ άγρια ζώα, σκιάχτρο.

σπολλάτι, το = ευχαριστώ, εύγε.

τσακατούρα, η = γεωργικό κατασκεύασμα που στήνεται στο χω­ράφι και που με τη βοήθεια του αγέρα προκαλεί θόρυβο και φοβίζει τα πουλιά και τ’ άγρια ζώα, ανεμοδούρα, ση­μαδούρα.

τσαρδάκι, το = κιόσκι φτιαγμένο από κλαδιά δένδρου.

φυτειά, η = αμπέλι με νέα κλήματα, αμπελοφύτι.

χουχότα, η = όργανο που μεγαλώνει και παρατείνει τη φωνή

Πηγές

http://tovaltino.blogspot.gr/2011_03_11_archive.html

Εμμ. Συμιανάκης, Αλλοτινές εποχές – Οι Δραγάτες

ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΗ. Ένας θεσμός που έπαψε να υπάρχει http://otoposmas-okosmosmas.blogspot.gr/2014/08/blog-post.html

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, Περιζήτητα επαγγέλματα, τέχνες, ασχολίες που χάνονται – ο δραγάτης

Φθιωτικός Τυμφρηστός-Ο δραγάτης

* Η Κωνσταντινιά Πατσή είναι Διευθύντρια του Γ.Ε.Λ Τυρνάβου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος Master of Business Administration (MBA) του Staffordshire University

 

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ