ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 10ο ΚΑΙ 11ο ΑΙΩΝΑ Μ.Χ

Τί αναφέρεται στο θέμα για τους βλάχους της Θεσσαλίας

βλαχοιΙ. Ο  ΟΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Στα κείμενα της Βυζαντινής περιόδου  μνημονεύεται ο όρος «Βλάχος» με ποικίλες σημασίες. Ειδικότερα, αναφέρεται :
α) Ως  ταυτόσημη πρώτα με τη λέξη νομαδοτρόφος ( Κεκαυμένος, Άννα Κομνηνή, Χωνιάτης),
β) Ως εθνικό όνομα κατόπιν των Λατινομακεδονόγλωσσων κατοίκων της περιοχής των ελληνικών ‘Αλπεων (οροσειρά της Πίνδου), της Ορεστίδος δηλαδή, η οποία σύμφωνα με  τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα εκτεινόταν από τη λίμνη της Οχρίδας ως τη Βοιωτία περίπου,

γ) Ως εθνικό επίσης όνομα όλων γενικά των ομόγλωσσων με αυτούς πληθυσμών της Βόρειας Βαλκανικής (Κίνναμος, Χαλκοκονδύλης),

δ) Ακόμη, αναφέρεται και ως ταυτόσημη με τις έννοιες παγανός, εθνικός, ειδωλολάτρης, όχι χριστιανός δηλαδή, όπως προκύπτει από τη φράση: «ευλογημένοι χριστιανοί και σεις οι Βλάχοι», κυρίως όμως από τις εκχωρήσεις ατόμων, οικογενειών και φατριών σε εκκλησίες και Μοναστήρια, υπό την ιδιότητα φορολογητέου ενοικιαστού κυρίως, ίσως για να προωθηθεί ο εκχριστιανισμός τους.

Ο ακαδημαϊκός  Κεραμόπουλος  υποστήριξε ότι η ονομασία Βλάχος προέρχεται από τη σημιτική λέξη «φελλάχ» που σημαίνει γεωργός και τη χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι μισθοφόροι της Αιγύπτου. Αντίθετα, ο  Σωκράτης Λιάκος ( Λιάκος ,1965)  τονίζει ότι η Αρβανίτικη γλώσσα της χερσονήσου μας, που είναι τόσο αρχαία όσο και η σημιτική, αποκαλεί  και αυτή μέχρι σήμερα «μπούλκ(ου)»(και bujku) το γεωργό, τον οποίο η βλάχικη αποκαλεί “ vargar(u)”  και “ plu·gar(u), όπως plug αποκαλεί και το αλέτρι. Γι΄ αυτό το λόγο,  ακόμη κι αν η λέξη «βλάχος» σήμαινε το γεωργό, δε θα είχαμε ανάγκη να προστρέξουμε στη σημιτική λέξη «φελλάχ». Υποστηρίζει ακόμη πως και στην περίπτωση που θα αποδεικνυόταν ότι η λέξη «βλάχος» είναι ταυτόσημη και με τις έννοιες  «φρουρός, φύλαξ» θα  ήμαστε και πάλι υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε την προέλευσή της στον τύπο «φύλακος (= φύλαξ) του Ηροδότου, απ΄ όπου προέρχεται και το ταυτόσημο «πουλιάκ(ου)» της Λατινομακεδονικής, εφόσον μάλιστα οι Μακεδόνες προτιμούσαν το φθόγγο β αντί του φ. Επίσης, όμως, και στη λέξη velox( βήλωξ κατά Ελληνική μεταγραφή που σημαίνει ελαφρά οπλισμένος μαχητής, εύζωνος, πελταστής) της Λατινικής  απ΄ όπου και η ταυτόσημη “veloce” της Ιταλικής στην οποία ο στρατιώτης λεγόταν και “vallone”. Επειδή, λοιπόν, οι Μακεδόνες κατακτητές της Ασίας και Αιγύπτου είχαν ασύγκριτα ανώτερη στρατιωτική οργάνωση από τους υπόδουλους αυτών Σημίτες και Αιγύπτιους, ήταν επόμενο να επιβάλουν σε αυτούς Μακεδονοελληνικούς όρους στρατιωτικούς και όχι να δανεισθούν αντίστοιχους σημιτικούς.

Σε αντίθεση με τον Κεραμόπουλο, ο Λιάκος θεωρεί ότι πρέπει να διερευνήσουμε τη λέξη «βλάχος» στη σημασία της «νομαδοκτηνοτρόφος». Σε αυτή, ωστόσο, την περίπτωση, είμαστε υποχρεωμένοι να τη συσχετίσουμε με τις λέξεις «βήλα,belua(=πρόβατα, κτήνη)» της Ελληνικής και Λατινικής. Επίσης, όμως και με τα Εβραίικα( Σημιτικά)ονόματα Άβελ, Ιαβάλ της Π. Διαθήκης, αφού , καθώς αναφέρεται σε αυτή και ο πρώτος ήταν ποιμένας προβάτων και ο δεύτερος « πατήρ τῶν κατοικοῦντων ἐν σκηναῖς και τρεφόντων κτήνη». Η αρχαιοελληνική, εξάλλου, είχε τον τύπο «γαιάοχος (= κύριος, κάτοχος της γης), μπορούσε ωστόσο να έχει και τον τύπο « βηλάοχος(= κάτοχος προβάτων, προβατοκτήμων), ό,τι δηλαδή είναι και οι Βλάχοι, νομαδοκτηνοτρόφοι, αφού μάλιστα υπήρχε και η λέξη «βηλάρχης (=αρχιποιμένας). Τέλος, «βιλλίκους» και «παγκάνους» στη Λατινική αποκαλούνταν ο χωρικός, ο αγρότης, αργότερα δε και εκείνος που διατηρούσε την προχριστιανική θρησκεία, ο ειδωλολάτρης.

Από εθνική άποψη, το όνομα Βλάχος δηλώνει τον κάτοικο της Βαλκανικής Χερσονήσου που μιλά λατινογέννητο γλωσσικό ιδίωμα. Οι Βλάχοι των ελληνικών περιοχών (Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Παλαιά Ελλάδα)αυτονομάζονται  αποκλειστικά και μόνο «Αρμάνοι». Μπορούμε να τους εντοπίσουμε και με τις ονομασίες «Κουτσόβλαχοι» και «Τσιντάροι».

Παρ’ όλα αυτά, είναι γενικά αποδεκτή η άποψη του Jirecek (Jirecek, 1901) ότι όχι οι Βλάχοι, αλλά το όνομά τους είναι νιόφερτο στοιχείο του 10ου αιώνα στη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Σλάβοι το έφεραν και το χρησιμοποίησαν για να προσδιορίζουν κάθε είδος ομάδων που μιλούσε λατινικά. Kρίνεται, ωστόσο, αναγκαίο να σημειωθεί ότι με το όνομα «Βλάχοι» δεν αναφέρονταν στις τότε λατινόφωνες μονάδες μόνο, αλλά στις λατινόφωνες μονάδες που αρχικά αποτελούνταν από νομάδες κτηνοτρόφους.

ΙΙ. ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Το ζήτημα της καταγωγής των Βλάχων έχει απασχολήσει ιστορικούς και εθνολόγους σε παγκόσμια κλίμακα. Έχουν διατυπωθεί σχετικά ποικίλες απόψεις, συχνά αντικρουόμενες, που οδήγησαν σε αντιδικίες με αποκορύφωμα το λεγόμενο «Κουτσοβλαχικό ζήτημα»,  που στις αρχές του 20ου αιώνα οδήγησε σε προστριβές  Ελλάδα και Ρουμανία.

Ειδικότερα, μελετητές, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Ούγγροι  και Ρώσοι με βάση την ιστορική πηγή « Στρατηγικό του Κεκαυμένου» κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι όροι Βλάχος και Βούλγαρος ταυτίζονται, γεγονός που, όπως επισημαίνει ο Αβέρωφ είχε οξύτατες  πολιτικές επιπτώσεις, επώδυνες και επικίνδυνες για την Ελλάδα ( Αβέρωφ, 1948), καθώς το ιστορικό του Κεκαυμένου, παρά την ανυπέρβλητη αξία του ως ιστορική πηγή, εμπεριέχει κάποιες ανακρίβειες.  Συγκεκριμένα, ο Κεκαυμένος  στα πλαίσια της  εξεγέρσεως των Λαρισαίων γίνεται ο πρώτος εισηγητής της θεωρίας, κατά την οποία οι Βλάχοι δεν είναι γηγενείς, αλλά Δάκες και Βέσοι, που κατέβηκαν από το Δούναβη στην Ελλάδα ( Λαζάρου, 1976). Ο Gyόny, που σχολίασε προσεκτικά και με λεπτομέρεια το κείμενο του Κεκαυμένου, υπογραμμίζει  ότι όσα αναφέρει ο Κεκαυμένος για τους Δάκες, το Δεκέφαλο και τον Τραϊανό δεν τα έχει λάβει από καμιά λαϊκή παράδοση που διατηρήθηκε από στόμα σε στόμα στους Βλάχους της Θεσσαλίας, τους οποίους είχε γνωρίσει από πολύ κοντά, αλλά τα δανείσθηκε άμεσα ή έμμεσα από το έργο του Δίωνος Κασσίου ( Gyόny, 1954). O Γάλλος Lemerle δέχεται το συμπέρασμα του Gyόny προσθέτοντας ότι η διήγηση αυτή οφείλεται σε γεωγραφική πλάνη του Κεκαυμένου ως προς τη θέση της Τραϊανής Δακίας. Την ίδια περίπου γνώμη διατύπωσε πολύ νωρίτερα και ο Tσεχοσλοβάκος Tomatschek  (Tomatschek, 1882).

Επιπλέον, ο μεγάλος ιστορικός Ιωάννης Λυδός, σύγχρονος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (Λιάκος, 1965)σχολιάζοντας τη γλωσσική αλλαγή που άρχισε να διαγράφεται στην εποχή του, κατά την οποία άρχισαν να πρωτοκοινοποιούνται  νόμοι, διατάγματα, κρατικές αποφάσεις κ.α. και στα Ελληνικά, καθώς μέχρι τότε την πρωτοκαθεδρία είχε η Λατινική, σημειώνει ότι αρχικά στις ασιατικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χρησιμοποιήθηκε η Ελληνική γλώσσα ως κρατική, επειδή οι επαρχίες αυτές ήταν Ελληνόγλωσσες. Μάλιστα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, η Βαλκανική ήταν Λατινόγλωσση. Όμως, λατινόγλωσση θεωρείται και η  Βλάχικη.

Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο Πρίσκος, νεώτερος του Λυδού κατά έναν αιώνα και πρεσβευτής του Βυζαντίου στον Αττίλα. Μιλώντας ο Πρίσκος για τους αιχμαλώτους που είχαν πάρει οι Ούνοι από τη Βαλκανική τονίζει ότι μονάχα εκείνοι που κατάγονται από παραλιακές περιοχές μιλούν την Ελληνική (έκδοση Βόννης, σσ.265).Η μαρτυρία του Λυδού μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην εποχή του ( μέσα 6ου αι.μ.Χ.) οι κάτοικοι της Βαλκανικής χερσονήσου ήταν Λατινόγλωσσοι, όπως άλλωστε και η Βλάχικη είναι λατινόφωνη. Βλαχόφωνοι μάλιστα ήταν οι λεγόμενοι « δημοσιεύοντες», εκείνοι δηλαδή που εργάζονταν σε δημόσιες υπηρεσίες. Ωστόσο, σε αυτήν την περίοδο, από τους κατοίκους της Βαλκανικής Έλληνες θεωρούνται οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί, οι Ελλαδικοί και οι άποικοί τους στα παράλια της Θράκης και της Ιλλυρίας. Σύμφωνα μάλιστα με τα λεγόμενα του Πρίσκου, οι ¨Έλληνες των παραλίων διατηρούσαν και την ελληνογλωσσία τους. Καθώς, λοιπόν, ήταν δίγλωσσοι , προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί και Αιτωλοί  της Μεσογείου είναι οι Έλληνες που είχαν καταλήξει αποκλειστικά Βλαχόφωνοι.

Ασπαζόμενοι τη μαρτυρία του Λυδού, ακόμη και οι πιο επίλεκτοι Ιταλοί γλωσσολόγοι απ’ όσους μελέτησαν τη Βλάχικη, την παραδέχονται σήμερα για Νεολατινικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο όμως γεννήθηκε και διαμορφώθηκε σε περιοχές όπου πριν μιλιόταν η αρχαία Ελληνική. Το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και με τα πορίσματα Ούγγρων γλωσσολόγων του 19ου αιώνα, οι οποίοι μελετώντας τη Ρουμανοβλάχικη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι γεννήθηκε σε νοτιοδουναβικές ελληνόγλωσσες περιοχές, που δεν ξεπέρασαν ποτέ τα βόρεια σύνορα  της Μακεδονίας.

ΙΙΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ  ΚΑΤΑ ΤΟ 10Ο – 11Ο ΑΙΩΝΑ Μ.Χ.

Το « Στρατηγικό του Κεκαυμένου» παρά τις τυχόν ανακρίβειες συνιστά τη βασική πηγή του 10ου αιώνα μ.Χ. που μας πληροφορεί για τη ζωή και την οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση των Βλάχων σε αυτήν την περίοδο.

Καταρχάς, κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί ότι οι Βλάχοι δεν ήταν εξαρχής αποκλειστικά κτηνοτρόφοι. Προήλθαν από τους Έλληνες που εκμεταλλεύτηκαν τη διάνοιξη και συντήρηση εμπορικών και στρατιωτικών οδών των Ρωμαίων, την ίδρυση σε καίρια σημεία εμπορικών σταθμών, αποθηκευτικών χώρων, πανδοχείων, ξενοδοχείων, την ανάληψη της φρουρήσεως των στενών και δύσκολων οδικών διαβάσεων, συγκοινωνιακών κόμβων, την ένταξη στο δημοσιοϋπαλληλικό σώμα του Ρωμαϊκού και Βυζαντινού κράτους, που πέρα από τα οικονομικά οφέλη συνέβαλλαν και στην εκλατίνιση. Η εκλατίνιση οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στη διγλωσσία τους. Ο Gyόny υποστηρίζει ότι η διγλωσσία διατηρείται σε όλο το διάστημα της ιστορίας των Βλάχων.

Σύμφωνα με τον εθνολόγο J.Civijits, οι Βλάχοι υπήρξαν οι πιο εκβυζαντινισμένοι πληθυσμοί της Βαλκανικής και επομένως εκείνοι που διατήρησαν περισσότερο τη μεσαιωνική τους κοινωνική οργάνωση. Ήταν, λοιπόν, κατανεμημένοι σε κάστες που δεν επέτρεπαν να συνάπτουν μεταξύ τους επιγαμίες. Οι κάστες, σύμφωνα και με το κείμενο του Κεκαυμένου, ήταν οι εξής : α) οι κτηνοτρόφοι, β) οι αστοί και γ) οι γαιοκτήμονες.

Η επίδοση των αστών στα ποικίλα χειρωνακτικά επαγγέλματα ομολογείται και από τον Τh. Capidan,  ο οποίος τους θεωρεί ασυναγώνιστους εμπόρους και τεχνίτες, βεβαίως στα μεταγενέστερα χρόνια. Σημειώνει, μάλιστα, ότι οι Βλάχοι επέκτειναν το εμπόριό τους πέρα από  τα Βαλκάνια, αρχικά στα λιμάνια της Μεσογείου (Capidan, 1937). Αργότερα, επεκτάθηκαν στην  ηπειρωτική Ευρώπη ιδρύοντας υποκαταστήματα στη Βιέννη, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Μόσχα Λειψία και αλλού, ενώ η ισχύς τους ήταν πολύ μεγάλη.

Οι Βλάχοι ήταν αυτόχθονες, όμως ήταν παράλληλα ενταγμένοι στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο της περιοχής, όπου κατοικούσαν. Δεν αισθάνονταν διαφορετικό έθνος, ούτε και επιχειρούσαν εξεγέρσεις για εθνικιστικούς λόγους. Είχαν εθνική συνείδηση κοινή με τους κατοίκους της περιοχής όπου ζούσαν. Μάλιστα, όπως κάθε κάτοικος του Βυζαντινού κράτους, έτσι και οι Βλάχοι υπάκουαν στους νόμους του και ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν πολύ βαριούς φόρους στον αυτοκράτορα. Γι΄ αυτό το λόγο, το 1066 μ.Χ. εκδηλώνεται στη Θεσσαλία μια εξέγερση κατά του ηγεμόνα, στην οποία πρωτοστατούν Βλάχοι που ανήκαν κυρίως στην κάστα των κτηνοτρόφων. Όπως παρατίθεται σχετικά στο «Στρατηγικό του Κεκαυμένου» το αρχηγείο της επανάστασης ήταν η κατοικία του Λαρισαίου Βλάχου Βεριβόη . Επίσης, αναφέρεται σχετικά ότι το μήνα Ιούνιο οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι είχαν μεταφέρει τα γυναικόπαιδα στα βοσκοτόπια της Μακεδονίας, προκειμένου να αποφύγουν τις δυσάρεστες συνέπειες της εξέγερσης, στοιχείο που παράλληλα πληροφορεί για το νομαδικό τρόπο ζωής τους.

Σε άλλη πηγή της εποχής ο Ιωάννης Σκυλίντζης ( Scylitzae, 1973) μας πληροφορεί για άλλες πτυχές της ζωής των Βλάχων. Μιλά για τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα. Ειδικότερα, ο 10ος αιώνας στα Βαλκάνια αποτελεί εποχή των αγώνων μεταξύ του βασιλιά και των Βουλγάρων, ειδικά εναντίον του Σαμουήλ. Οι πόλεμοι κατά των Σλάβων και εναντίον του Σαμουήλ απαιτούν όχι ναυτικό, αλλά πεζικό και κάστρα. Οι Βλάχοι είναι χρήσιμοι στρατιώτες. Η Λάρισα είναι κάστρο. Ο Άγιος Αχίλλιος είναι προστάτης και των δυο και ταυτόχρονα αποτελεί ιδεολογικό και πνευματικό δεσμό μεταξύ του ιερού αυτοκράτορα και του τοπικού βλάχικου δυναμικού.

Η Κωνσταντινούπολη θεωρούσε τους Θεσσαλούς Βλάχους ως foederati( Ρίζος,1992). Δηλαδή, οι στρατιωτικές αυτές ομάδες υπηρετούσαν στο στρατό του Βυζαντίου έχοντας ως διοικητή – αρχηγό έναν δικό τους Βλάχο. Ο αρχηγός ονομαζόταν « ἂρχων τῶν Βλάχων τῆς Έλλάδος» και ξεχώριζε από τον τοπικό αρχηγό του Θέματος της Ελλάδος.

Τους Βλάχους, όμως, τους χρειαζόταν και ο Σαμουήλ ως στρατιώτες. Πολλοί από τους Λαρισαίους που ο Σαμουήλ μετέφερε και εγκατέστησε στην περιοχή που έλεγχε, γύρω από τη λίμνη Πρέσπα, πιθανότατα ήταν Βλάχοι. Αυτοί πήραν μαζί τους τα λείψανα του προστάτη τους Αγίου Αχιλλίου. Ο Σαμουήλ έχτισε μια μεγάλη βασιλική σε μια νησίδα της Πρέσπας, η οποία ονομάστηκε Achil, για να διαφυλάξει τα ιερά οστά και να κολακέψει τους Λαρισαίους προκειμένου να τους κερδίσει με το μέρος του. Οι Βλάχοι του Σαμουήλ, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν γύρω από την Πρέσπα, αναφέρονται στο χρυσόβουλο του Βουλγαροκτόνου Βασιλείου, που εξέδωσε για χάρη του επισκόπου της Αχρίδας, ύστερα από τη νίκη του κατά του τσάρου το 1020 μ.Χ. οι Βλάχοι αυτοί της Πρέσπας, κατά πάσα πιθανότητα ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους Λαρισαίοι, διότι η λατρεία του Αγίου Αχιλλίου  διατηρήθηκε ακόμη και κάτω από την ηγεμονία Σέρβων βασιλέων και έφτασε τελικά στην πόλη Arilje, παράφραση στα σέρβικα του ονόματος Αχίλλιος. Όσον αφορά τα θρησκευτικά τους πιστεύω,  πολύ γρήγορα εκχριστιανίστηκαν.

Τέλος,  οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής, οι τέως «Ιταλιώτες» μετανάστες στη Θεσσαλία και γύρω από την Πρέσπα, έμειναν υποτελείς στα σλαβικά και στα ρωμαϊκά πολιτικά κέντρα και τους πολιτικούς κύκλους. Η γλώσσα που μιλιόταν στα κέντρα αυτά, η βλάχικη, δεν ήταν ποτέ στην πρώτη γραμμή. Επρόκειτο απλώς για μια διάλεκτο που δεν καταγράφηκε ποτέ, αλλά έμεινε μέχρι σήμερα μια γλώσσα αποκλειστικά προφορική. Όπως παρατηρεί και ο Ρίζος, «η περίπτωση των Βλάχων αποτελεί παράδειγμα μαζικής μετανάστευσης και μόνιμης διαρκούς εγκατάστασης, η οποία όμως δεν οδήγησε στη δημιουργία ενός κράτους ή σε εθνογένεση με την πολιτική έννοια».

 

Γράφει η Έφη Γεωργοπούλου (eranistis.gr)

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ