ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Ανακοίνωση της γραμματείας των ΣΥΝΕΚ

Καθώς ξεκινά μια νέα χρονιά που απαιτεί τη δυναμική κινητοποίηση όλων μας για την προάσπιση του δημόσιου σχολείου, χαιρετίζουμε αγωνιστικά τις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους και ευχόμαστε η νέα χρονιά να είναι γεμάτη υγεία, ειρήνη, αγωνιστικότητα και προσδοκίες για ένα έτος που θα μας ταξιδέψει σε δρόμους πιο αλληλέγγυους, πιο αισιόδοξους και γεμάτους οράματα για ένα όμορφο αύριο! Ευχόμαστε το 2022 να είναι η χρονιά που ο εφιάλτης της πανδημίας και της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης θα τελειώσει οριστικά.

H εγκληματική διαχείριση της πανδημίας, με την «ατομική ευθύνη» και τον διχασμό της κοινωνίας να είναι συνεχώς στην ατζέντα της κυβέρνησης για να αποκρύψει την απουσία υποστηρικτικών μέτρων και τις επιπτώσεις των πολιτικών επιλογών στη δημόσια υγεία, την καθιστά απόλυτα υπεύθυνη για πάνω από 21.000 θανάτους και πάνω από 227.000 κρούσματα σε παιδιά ηλικίας 0-17 ετών που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αλλά και για τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, τα σχολεία ανοίγουν όπως ακριβώς έκλεισαν χωρίς κανένα ουσιαστικό μέτρο προστασίας της εκπαιδευτικής κοινότητας, και μάλιστα σε μια περίοδο δραματικής κορύφωσης των κρουσμάτων! Με υπερπλήρη τμήματα, εκατοντάδες συγχωνεύσεις,  με πληρότητα σχολικών λεωφορείων στο 100%, με το αντιεπιστημονικό πρωτόκολλο του 50% συν ένα για την αναστολή λειτουργίας τμήματος επιστρέφουμε στις σχολικές τάξεις απροστάτευτοι, με μοναδικό «μέτρο» ένα επιπλέον σελφ τεστ για την πρώτη μόνο εβδομάδα! Ακόμα πιο απροστάτευτοι οι εκπαιδευτικοί που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, καθώς το ΥΠΑΙΘ δεν έχει λάβει καμία μέριμνα για αυτούς. Ενώ σε όλον τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα οι εργαζόμενοι με σοβαρά νοσήματα δεν έρχονται σε επαφή με το κοινό, οι εκπαιδευτικοί  που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες υποχρεώνονται σε συνωστισμό μέσα στις πολυπληθείς τάξεις. Καμία από τις προτάσεις της ΟΛΜΕ δεν έχει εισακουστεί από την αρχή της πανδημίας: δωρεάν συνταγογραφούμενα τεστ για όλους, κλιμάκια του ΕΟΔΥ στις σχολικές μονάδες που εμφανίζεται εστία κρουσμάτων, αραίωση των τμημάτων και των σχολικών λεωφορείων, προσλήψεις προσωπικού καθαριότητας, στελέχωση ψηφιακών τάξεων ευπαθών ομάδων μαθητών με ευπαθείς ομάδες εκπαιδευτικών, δωρεάν μάσκες και αντισηπτικά κ.α. Το ΥΠΑΙΘ και η κυβέρνηση για άλλη μία φορά δείχνουν το ανάλγητο πρόσωπό τους, καθώς με συνειδητή πολιτική τους απόφαση θέτουν σε κίνδυνο την ζωή μαθητών/τριών, εκπαιδευτικών και των οικογενειών τους. Θα είναι απόλυτα υπεύθυνοι για ό,τι ακολουθήσει…

Το Δ.Σ της ΟΛΜΕ είχε ζητήσει από τις 16 Δεκεμβρίου συνάντηση με την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, προκειμένου να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων. Το ΥΠΑΙΘ δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να απαντήσει, έστω και αρνητικά, στο αίτημα αυτό. Αντιθέτως, αφού απαξίωσε για άλλη μία φορά την εκπαιδευτική κοινότητα, αποφάσισε και ανακοίνωσε το άνοιγμα των σχολείων χωρίς να λάβει κανένα ουσιαστικό μέτρο για την προστασία της υγείας μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών.

Η χώρα συνεχίζει να βιώνει μια τεράστια υγειονομική και συνακόλουθα οικονομική κρίση. Η ΝΔ από την πρώτη μέρα της διακυβέρνησής της, επιδόθηκε σε έναν αγώνα δρόμου για την σαρωτική αποδιάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους τόσο στο πεδίο της οικονομίας και της εργασίας όσο και στο πεδίο των θεσμών και της δημοκρατίας. Στόχος της είναι αξιοποιώντας την πανδημία και την οικονομική κρίση ως «ευκαιρία» να υλοποιήσει το αντιλαϊκό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της και να επιβάλλει νέους όρους συσσώρευσης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων και των μεσαίων στρωμάτων. Την ίδια στιγμή επιχειρεί να διατηρήσει τις προσβάσεις της σε τμήματα των λαϊκών στρωμάτων κινητοποιώντας όλο το ιδεολογικό και πολιτικό οπλοστάσιο της άκρας δεξιάς: εθνικισμός, ρατσισμός, μισογυνισμός, ομοφοβία, αντιπροσφυγική υστερία, δόγμα νόμος και τάξη. Μέσα σε αυτό το δυσμενές κλίμα, η κυβέρνηση, πιστή στις ακραίες νεοφιλελεύθερες επιλογές της, ξεπούλησε τη ΔΕΗ και προετοιμάζει και την πώληση του νερού, ζωτικής σημασίας κοινωνικά αγαθά στα οποία όλος ο πληθυσμός πρέπει να έχει πρόσβαση. Η ύφεση, η αύξηση του χρέους, η αύξηση της ανεργίας, η άνοδος των τιμών σε βασικά αγαθά είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησης.

Στην Παιδεία   η κυβέρνηση των «αρίστων» της ΝΔ  με την αδιάλλακτη στάση της, ως συνέχεια της πολιτικής 2012-2014,  έχει ήδη προωθήσει μια σειρά πολιτικών οι οποίες επιβλήθηκαν παρά τις μαζικές αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, των μαθητών/τριών και των γονέων:  “Αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών”, αναγραφή διαγωγής στα απολυτήρια, πρότυπα σχολεία των “αρίστων”, κάμερες στην τάξη, τηλεκπαίδευση με απουσίες στα υπό κατάληψη σχολεία, αλλαγές ωρολογίων προγραμμάτων με συρρίκνωση διδακτικών αντικειμένων, δοτά υπηρεσιακά συμβούλια χωρίς δημοκρατικά εκλεγμένους αιρετούς, περιορισμός των διαδηλώσεων και των απεργιών, εξίσωση επαγγελματικών δικαιωμάτων αποφοίτων ιδιωτικών κολλεγίων και αποφοίτων δημόσιων πανεπιστημίων,  αποκλεισμός δεκάδων χιλιάδων μαθητών από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση με την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, ηλεκτρονικό φακέλωμα και αστυνομία στα Πανεπιστήμια, Τράπεζα θεμάτων στο Λύκειο, ξεπούλημα των προσωπικών δεδομένων της εκπαιδευτικής κοινότητας στην πολυεθνική Cisco, συγχωνεύσεις  εκατοντάδων τμημάτων και υποχρεωτικές υπερωρίες για να καλυφθούν τα χιλιάδες εκπαιδευτικά κενά, 166 νέα προγράμματα σπουδών και βιβλία χωρίς κανένα διάλογο με τις Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών και  εγκληματική διαχείριση της πανδημίας στα σχολεία και απόρριψη όλων των σχετικών μέτρων που πρότεινε η εκπαιδευτική κοινότητα (μείωση μαθητών/τριών ανά τμήμα, διορισμοί προσωπικού καθαριότητας, διενέργεια δωρεάν τεστ κλπ).

Τελευταίο αλλά και πολύ σοβαρό ζήτημα, η αύξηση των φαινομένων βίας στα σχολεία σε βάρος μαθητών αλλά και σε βάρος εκπαιδευτικών από γονείς, μαθητές ή εξωσχολικούς. Επειδή η βία  στα σχολεία αποκτά ανησυχητικές διαστάσεις, η ΟΛΜΕ κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις αντιμετώπισης της έξαρσης της βίας στα σχολεία ζητώντας παράλληλα συνάντηση με την υπουργό Παιδείας για να αντιμετωπιστεί η απαράδεκτη αυτή η κατάσταση χωρίς να υπάρξει καμία ανταπόκριση!  Αποδεικνύεται περίτρανα ότι η Υπουργός Παιδείας χειρίζεται τα ζητήματα της εκπαίδευσης με επικοινωνιακούς όρους και δε μπαίνει στον κόπο της επίλυσής τους. Κύρια επίσης μέριμνά της είναι να καταστεί φανερή σε όλους η απαξίωσή της προς τους εκπαιδευτικούς και τους εκλεγμένους εκπροσώπους τους. Το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί εργάζονται υπό καθεστώς αφόρητης πίεσης λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας, του απίστευτου όγκου της γραφειοκρατίας και των πολλαπλών φαινομένων βίας την αφήνουν παγερά αδιάφορη.

Ο Σεπτέμβρης του 2021 μας βρήκε σε ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό, αφού το ΥΠΑΙΘ οικοδομεί ένα σχολείο από το οποίο εξοβελίζονται πλήρως η δημοκρατία και η αξιοκρατία, η συλλογικότητα, η συμμετοχή και η συνεργασία, το παιδαγωγικό πλαίσιο και αρχές, και υποκαθίστανται από συγκεκαλυμμένες πελατειακές σχέσεις, αναξιοκρατία, γραφειοκρατία και συγκεντρωτισμό μέσα από έναν εσμό μονοπρόσωπων οργάνων τα οποία αλληλοεπιλέγονται, αλληλοαξιολογούνται και αλληλομοριοδοτούνται, με υποκειμενικά ή και ανύπαρκτα ακόμα κριτήρια. Έτσι πάμε βήμα προς βήμα σε  ένα σχολείο διαφορετικών ταχυτήτων, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που οξύνει τις μορφωτικές ανισότητες σε βάρος των πιο αδύναμων μαθητών και μαθητριών. Ουσιαστικά έχουμε την κατάργηση του νόμου 1566 αφού η δημοκρατία στο σχολείο μέσα από τον κομβικό έως τώρα ρόλο του συλλόγου διδασκόντων/διδασκουσών είναι πλέον ανύπαρκτη. Ο σύλλογος διδασκόντων/ διδασκουσών επί της ουσίας δεν υφίσταται πλέον ως το κυρίαρχο όργανο, αφού πια δεν έχει αποφασιστικό ρόλο παρά για επουσιώδη ζητήματα. Μια σειρά από εξουσίες εκχωρούνται στον/στην  διευθυντή/τρια, από την δυνατότητα να αποφασίζει μόνος για πλήθος ζητημάτων μέχρι και την δυνατότητα να ορίζει χωρίς κριτήρια υποδιευθυντή/ντρια, ενδοσχολικό/ή συντονιστή/στρια και μέντορα, μονοπρόσωπα όργανα εντός της σχολικής μονάδας, η θητεία των οποίων συνεκτιμάται στην αξιολόγηση και κατ’ επέκταση στην επιλογή στελεχών. Η κατάσταση αυτή  θα διαμορφώσει σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας, που θα επιφέρουν ένα συγκρουσιακό και στείρα ανταγωνιστικό κλίμα μέσα στο σχολείο, με επιβράβευση ημετέρων και χωρίς να ζητείται η άποψη των εκπαιδευτικών για παιδαγωγικά και άλλα ζητήματα που αφορούν στη σχολική μονάδα. Πού βρίσκεται άραγε η παιδαγωγική αυτονομία και ελευθερία του εκπαιδευτικού όταν δεν αποφασίζει και δεν συμμετέχει;

Η πολυδιαφημισμένη “αξιολόγηση” των νόμων 4692/20 και 4823/21 η οποία απορρίφθηκε με τη μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών στην απεργία – αποχή, δεν είναι παρά μια επιπλέον γραφειοκρατική διαδικασία, που αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά προβλήματα της εκπαίδευσης και στοχοποιεί τους εκπαιδευτικούς για ελλείψεις και αδυναμίες για τις οποίες δεν είναι υπεύθυνοι. Διεθνείς μελέτες έδειξαν ότι, όπου εφαρμόστηκε αυτού του τύπου η αξιολόγηση, όχι μόνο δεν επήλθε βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, αλλά αντίθετα, λόγω της επιπλέον επαγγελματικής εξουθένωσης και του ανταγωνιστικού κλίματος, παραμερίστηκαν οι παιδαγωγικές αρχές και αυξήθηκαν  οι μορφωτικές ανισότητες. Η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης απαιτεί αύξηση της χρηματοδότησης, κάλυψη των 50.000 κενών εκπαιδευτικών, μείωση του αριθμού των μαθητών/τριών ανά τμήμα, σύγχρονες κτιριακές υποδομές, τεχνολογικό και λοιπό εξοπλισμό, προγράμματα σπουδών (με ανάλογα βιβλία και εποπτικό υλικό)  σύμφωνα με τις σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές, κατάργηση της τράπεζας θεμάτων και μείωση των εξετάσεων που οδηγούν σε στείρα γνώση και ανάγκη παραπαιδείας. 

Η κυβέρνηση μη μπορώντας να πείσει για την ορθότητα της πολιτικής της, την οποία απέρριψε σύσσωμη η εκπαιδευτική κοινότητα, κατέφυγε στα Δικαστήρια και στην βίαιη καταστολή, αξιοποιώντας τον αντισυνδικαλιστικό νόμο Χατζηδάκη που η ίδια ψήφισε. Η προκλητική και αντιδημοκρατική δήλωση της υπουργού παιδείας ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να απεργούν, αρκεί η απεργία τους «να μην επιχειρεί ακύρωση νόμων που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή των Ελλήνων», θυμίζει άλλες σκοτεινές εποχές, ακροδεξιών αντιλήψεων και πρακτικών! Σε αυτήν την αντιδημοκρατική εκτροπή της κυβέρνηση εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές/τριες δώσαμε ξεκάθαρη απάντηση: Δεν είμαστε αναλώσιμοι/ες! Δεν νομιμοποιούμε την αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης! Συσπειρωμένοι/ες στα σωματεία μας θα ανατρέψουμε την ποινικοποίηση των αγώνων! Αγωνιζόμαστε  για ένα ποιοτικό, συμπεριληπτικό, δημόσιο και δωρεάν σχολείο για όλα τα παιδιά! Έχουμε πολλά όπλα και οφείλουμε με την ίδια μαζικότητα να συνεχίσουμε τον αγώνα, γιατί για εμάς είναι ζήτημα Δημοκρατίας! Οι Δυνάμεις των ΣΥΝΕΚ με τη δράση τους σε ΟΛΜΕ και ΕΛΜΕ έδωσαν το δυναμικό παρών και πρωτοστάτησαν με αποφασιστικό τρόπο στις πολλαπλές παρεμβάσεις των συνδικάτων, αφού για εμάς η αγωνιστική και αποτελεσματική δράση στηρίζεται στην ενεργό συμμετοχή όλων μας. Σταθεροί στην αντίληψή μας ότι μόνο με ενωτικούς μαζικούς αγώνες μπορούμε να βάλουμε φραγμούς σε αντιδραστικά σχέδια για το δημόσιο σχολείο, αλλά και να διεκδικήσουμε τα εργασιακά μας δικαιώματα, συνεχίζουμε με βασικό άξονα την αυτοτέλεια των συνδικάτων, να παλεύουμε για την υπεράσπιση των συμφερόντων των εκπαιδευτικών, των μαθητών/τριών και του δημόσιου σχολείου.  Είναι επιτακτική ανάγκη η οργάνωση δυναμικών αγωνιστικών κινητοποιήσεων, έγκαιρα προετοιμασμένων, με μαζική συμμετοχή και με ξεπέρασμα διχαστικών, μικροπαραταξιακών αντιλήψεων  για την προώθηση των αιτημάτων του κλάδου και την αποτροπή των όποιων αντιδραστικών εξελίξεων στη δημόσια εκπαίδευση και τα κοινωνικά αγαθά.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ