Οι έλληνες ξοδεύουν τα περισσότερα για φαγητό

supermarket-trolleyΑπό την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοινώνονται τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ), έτους 2011 (οι περίοδοι αναφοράς δαπανών όλων των αγαθών και υπηρεσιών καταγράφονται λεπτομερώς στις επεξηγηματικές σημειώσεις).

Η Έρευνα διενεργήθηκε σε δείγμα ιδιωτικών νοικοκυριών όλων των περιοχών της χώρας. Τα στοιχεία που προκύπτουν είναι πλήρως εναρμονισμένα με τα στοιχεία των ερευνών των Οικογενειακών Προϋπολογισμών των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα αποτελέσματα της έρευνας έτους 2012 θα ανακοινωθούν το τρίτο τρίμηνο του 2013.

Α. Μεταβολή της μέσης δαπάνης των νοικοκυριών

• Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για το 2011 ανήλθε στα 1.824,02 ευρώ καταγράφοντας μείωση κατά 6,8% σε σύγκριση με το 2010. Η μέση μηνιαία δαπάνη μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 10,8% λόγω της επίδρασης του Πληθωρισμού σύμφωνα με το ,είκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 2011.

• Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (19,5%), και ακολουθούν οι μεταφορές (13,2%) και η στέγαση (12,6%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,5%).

Β. Μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου των νοικοκυριών

• Το καταναλωτικό πρότυπο, σε ποσοστά επί του μέσου όρου μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών της Χώρας, σύμφωνα με τις 12 κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών ατομικής κατανάλωσης (COICOP – HBS 2003) παρουσιάζεται πιο συγκεκριμένα:

• Για τη χρονική περίοδο 2010 – 2011 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, σημαντική μετατόπιση των δαπανών που αφορούν στην ένδυση – υπόδηση, διαρκή αγαθά, διάφορα αγαθά και υπηρεσίες, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, μεταφορές προς τις δαπάνες που αφορούν κυρίως στη διατροφή και τη στέγαση.

Συγκεκριμένα καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2010), για ένδυση – υπόδηση (-20,1%), διαρκή αγαθά (-15,7%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (-9,8%), διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (-9,7%), μεταφορές (-9,4%), στην υγεία (-7,9%), και. στην αναψυχή και πολιτισμό και στις επικοινωνίες (-6,1%). Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (-3,2%) και εκπαίδευση (-0,8%). Μικρή αύξηση παρατηρήθηκε στις δαπάνες διατροφής κατά 1% και στη στέγαση κατά 0,6%.

• Όσον αφορά τις διαφορές στην ποσοστιαία κατανομή των δαπανών, η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται για τα είδη διατροφής κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, ενώ η μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται για τα είδη ένδυσης και υπόδησης περίπου κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα.

• Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2010) παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης σε ευρώ για μεταλλικά νερά, αναψυκτικά και χυμούς (-3,6%), λοιπά είδη διατροφής (-2,6%), ζάχαρη, μαρμελάδα, μέλι, γλυκά και ζαχαρωτά (-1,4%) και για κρέας (-0,2%), ενώ παρατηρείται αύξηση για αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (4,3%), καφέ, τσάι και κακάο ( 2,5%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (2,2%), έλαια και λίπη (1,8%), φρούτα (0,9%), λαχανικά (0,4%) και για ψάρια (0,3%) • Συγκρίνοντας την ΕΟΠ έτους 2011 με προηγούμενες έρευνες, παρατηρούμε μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών από € 2.204,50 (2004 σε σταθερές τιμές 2011) σε € 1.824,02 (2011), η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 1,9% σε τρέχουσες τιμές και σε μείωση σε σταθερές τιμές (2011) κατά 17,3%.

• Την περίοδο από το 2004 έως το 2011, το σχετικά μεγαλύτερο μέρος των δαπανών αφορά σε είδη διατροφής και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές και στέγαση.

• Την περίοδο από το 2004 έως το 2011, συνεχής είναι η μείωση των δαπανών για είδη ένδυσης και υπόδησης από 8,4 % το 2004 σε 6,2% το 2011 και για διαρκή αγαθά από 7,5% το 2004 σε 6,0% το 2011.

Παρατηρείται αύξηση του ποσοστού δαπάνης για είδη διατροφής κατά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες, στέγασης κατά 1,9 και εκπαίδευσης κατά 0,6. Αντιθέτως, μεί
ωση παρατηρείται στα ποσοστά δαπάνης για είδη ένδυσης και υπόδησης κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες και για υγεία κατά 1,1.

Σε σύγκριση με τις προηγούμενες έρευνες παρατηρείται σταθερή μείωση της κατανάλωσης αγαθών από ίδια παραγωγή (από 1,4% το 2004 σε 0,7% το 2011 του οικογενειακού προϋπολογισμού).

Γ. Διαφορετικά πρότυπα κατανάλωσης ανάλογα με τον τύπο νοικοκυριών

Η μεγαλύτερη μέση μηνιαία δαπάνη αφορά σε είδη διατροφής και ακολουθούν οι δαπάνες για μεταφορές, στέγαση, ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφενεία κλπ., ενώ επισημαίνεται ότι, παρά τα διαφορετικά πρότυπα κατανάλωσης που παρατηρούνται ανάλογα με τον τύπο νοικοκυριού, η μεγαλύτερη δαπάνη καταγράφεται για είδη διατροφής σε όλους τους τύπους νοικοκυριών.

• Νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο ηλικίας 65 ετών και άνω έχουν λιγότερες δαπάνες κατά 63,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας. Νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δυο παιδιά έως και 16 ετών έχουν περισσότερες δαπάνες κατά 37.9% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας.

• Νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 76,4 % της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 168,3% αυτής.

• Μείωση σε σύγκριση με το 2010, καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς κατά -17,0%, ενώ η μικρότερη μείωση κατά -0,5% καταγράφεται στις δαπάνες νοικοκυριών με υπεύθυνο μισθωτό.

• Η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπεύθυνου του νοικοκυριού. Όπως και στην έρευνα έτους 2010, τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 45-54 ετών δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 127,2 % της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας, ενώ αυτά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω το 48,9% αυτής.

• Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.397,82 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.943,25. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν λιγότερο, κατά μέσο όρο, 28,1% από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.

. Μέση μηνιαία κατανάλωση ειδών (σε ποσότητες)

• Οι μηνιαίες ποσότητες ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών ποτών και καπνού που αφορούν σε τσιγάρα (-14,6%), γιαούρτι (-3,0%), ψάρια (- 2,8%), κρέας (-2,4%), λαχανικά – νωπά, συντηρημένα – και όσπρια (-2,0%), φρούτα (-1,7%), γάλα (-1,7%), τυρί (-0,4%) και ελαιόλαδο (-0,1%) παρουσιάζουν μείωση, ενώ αύξηση καταγράφεται στα οινοπνευματώδη ποτά κατά 7,0% παρά τη μείωση της δαπάνης που καταγράφηκε -γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στην κατανάλωση πιο οικονομικών μη τυποποιημένων σκευασμάτων, στα ζυμαρικά (4,7%), στο ρύζι (3,6%) και στο ψωμί και είδη αρτοποιίας (0,5%).

• Η μέση μηνιαία ποσότητα υγραερίου και στερεών καυσίμων που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 3,7%, και 1,1% αντίστοιχα, ενώ οι μέσες μηνιαίες ποσότητες υγρών καυσίμων, ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 10,1%, 1,4% και 0,9%, αντίστοιχα.

Ε. Συνθήκες διαβίωσης

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει:

• Σημαντική αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (μεταβολή 11,7%).

• Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν, τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (μεταβολή 1,5%).

• Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν σταθερό τηλέφωνο (μεταβολή 1,0%).

• Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μεταβολή 2,1%).

• Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν κεντρική θέρμανση (μεταβολή 1,0%).

• Μείωση του αριθμού νοικοκυριών που κατέχουν δευτερεύουσες ή εξοχικές
κατοικίες (μεταβολή 4%).

• Ο αριθμός των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ παρέμεινε σταθερός ενώ ο αριθμός των αυτοκινήτων μειώθηκε κατά 1,7%.

ΣΤ. Ανισότητα

• Το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,5 το 2010). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,5 όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (4,5 το 2010).

• Το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής, των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού, ανέρχεται σε 34,6% των δαπανών των νοικοκυριών της Χώρας, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται σε 12,7%,.

• O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 20,6% του πληθυσμού της Χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η δαπάνη με τρόπο κτήσεως αγορά (20,0 το 2010), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 15,0 % του πληθυσμού (15,6% το 2010), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κλπ.).

• Η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 34,5% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 18,4%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κλπ.) η δαπάνη για υγεία ανέρχεται στο 8,4% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,4%.

Ζ. Καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη

• Στην Ελλάδα, στην Εσθονία, στην Πολωνία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής

• Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για τη Γερμανία, τη Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισπανία, την Ιταλία και την Τουρκία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση.

• Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,5% στη Δανία έως 3,5% του μέσου

προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Ελλάδα.

• H Ελλάδα και η Πολωνία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 6,3% και 4,8 % του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ