ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ VS ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ DUDA ΣΤΟ ΤΕΦΑΑ ΠΘ

Η διαφορά μεταξύ ενός «πρακτικού» και μιας «θεωρητικής» του αθλητισμού

ΓΡΑΦΕΙ Η Αλεξάνδρα Μπεκιάρη, Επίκουρη Καθηγήτρια ΤΕΦΑΑ ΠΘ

Την Τετάρτη, 9-10-2019, στις 6:00 μμ, έγινε στο ΤΕΦΑΑ, στα Τρίκαλα, η αναγόρευση του διεθνούς φήμης παίκτη και προπονητή καλαθοσφαίρισης, κου Παναγιώτη Γιαννάκη, και της επίσης διεθνούς φήμης καθηγήτριας αθλητικής ψυχολογίας του πανεπιστημίου Birmingham, κας Joan Duda,

σε επίτιμους διδάκτορες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ακολούθησαν οι δυο ουσιώδεις ομιλίες τους. Και οι δυο μίλησαν για το πώς το ψυχικό δυναμικό των ανθρώπων μετατρέπεται σε άθληση. Μίλησαν όμως με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Η κα Duda, συνηθισμένη από συνέδρια, επιστημονική επικοινωνία και διδασκαλία σε φοιτητές, παρουσίασε ηλεκτρονικές διαφάνειες με εικόνες, παροιμιώδεις φράσεις, συμπυκνωμένα μηνύματα και έννοιες-κλειδιά, όπως «συγκίνηση», «παρακίνηση», «αυτοεκτίμηση», «κλίμα» κ.α. Ο κος Γιαννάκης, συνηθισμένος από συνεντεύξεις στον διεθνή τύπο, προπονήσεις και οργάνωση αγώνα, μίλησε χωρίς γραπτές σημειώσεις, με ατέρμονες λεπτομέρειες που ανάδευε από τη μνήμη του, και έκανε λόγο για «αφοσίωση στο στόχο», για «ανάγκη όχι μακρινών αλλά κοντινών στόχων, καθώς αυτοί κρατούν το ενδιαφέρον του κοινού και ανταποκρίνονται στα σχέδια της διοίκησης», για «παιδικότητα που ενυπάρχει σε όσους αγαπούν τον αθλητισμό (ανεξαρτήτως ηλικίας)», για το ότι «καλός παίκτης είναι αυτός που κάνει καλύτερους τους συμπαίκτες του».

Η κα Duda χρησιμοποίησε θεωρίες και στατιστικές για την επίδραση του προπονητή στους παίκτες, τη σχέση αθλητισμού και παιδιών, άθλησης και ποιότητας ζωής κλπ. Ο κος Γιαννάκης με έναν αφηγηματικό τρόπο, στον οποίο η αναπόληση δεν διαχωριζόταν απ’ τη διδασκαλία, χρησιμοποίησε προσωπικά του βιώματα ταξιδεύοντάς μας στη δεκαετία του ’80, στους θριάμβους της Ελλάδας επί των τότε «βιομηχανιών αθλητισμού», όπως γλαφυρά περιέγραψε την τέως Γιουγκοσλαβία και ΕΣΣΔ κ.α.

Εν ολίγοις, η κα Duda στάθηκε εκπρόσωπος της θεωρίας, της έρευνας και της λεγόμενης «ακαδημαϊκής γνώσης» (academic knowledge), που προσπαθεί να είναι παγκόσμια, «χωρίς ραφές», ενιαία, και κυκλοφορεί με κατά το δυνατόν κοινή ορολογία και αφαιρετικά πρότυπα στα διάφορα διεθνή επιστημονικά περιοδικά, συγγράμματα και συνέδρια. Απ’ την άλλη, ο κος Γιαννάκης εκπροσώπησε την πολυδιάστατη αθλητική πράξη (παίκτες, προπονητές, διοίκηση, φίλαθλοι κλπ) και την λεγόμενη «τοπική» (local knowledge) και «σιωπηρή γνώση» (tacit knowledge), που παράγονται, όχι με ερευνητική μέθοδο, αλλά αυθόρμητα ή αυτόματα, με την προσωπική εξάσκηση, διάνοια και ενδεχομένως διαίσθηση, στα κατά τόπους αθλητικά γεγονότα.

Τόσο η «ακαδημαϊκή» όσο και η «τοπική» και «σιωπηρή γνώση» έχουν πλεονεκτήματα. Διαφορετικά βέβαια. Στην ιδανική περίπτωση λχ, η πρώτη είναι διεισδυτική, παγκοσμιοποιημένη και γρήγορα μεταδόσιμη από γενιά σε γενιά επιστημόνων (ή και ευρύτερου κοινού). Η δεύτερη μπορεί να κρύβει πολύτιμα «μυστικά», να αποκαλύπτει κατά περίπτωση ιδιαιτερότητες μοναδικές και άγνωστες στο ακαδημαϊκό ή ευρύ κοινό, και να έχει το «τεκμήριο της πείρας» που απορρέει απ’ την εφαρμογή. Αυτά τα δυο είδη γνώσης όσο αδύναμα είναι, όταν βρίσκονται απομονωμένα, τόσο ισχυρά μπορούν να γίνουν, όταν συνεργάζονται.

Οι ομιλίες των δυο επίτιμων διδακτόρων δεν ήταν δυο τυχαίοι μονόλογοι. Θα μπορούσε κανείς να τους δει ως μια αλληλοσυμπλήρωση «ακαδημαϊκής» και «τοπικής» ή υποψίας «σιωπηρής γνώσης». Φυσικά, αυτή η αλληλοσυμπλήρωση, όπως κάθε τι, χρειάζεται χρόνος για να εμπεδωθεί και να γίνει κατανοητή από όσο γίνεται περισσότερους, καθώς ο καθένας εκ του κοινού είναι συνήθως ταγμένος με ιδιαίτερη βαρύτητα είτε στην «ακαδημαϊκή» είτε στην «τοπική» και/ή «σιωπηρή γνώση», αφού αυτός ο διαχωρισμός τυγχάνει ανοχής ή ίσως σκόπιμης υποστήριξης του ευρύτερου συστήματος διεθνώς. Αποτέλεσμα: η γεφύρωση θεωρίας και πράξης στον αθλητισμό, όπως και σε άλλους κλάδους, από κάτι «αυτονόητο» να αποτελεί διαρκώς κάτι «ζητούμενο», το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη στοχοθεσία για να επιτευχθεί.

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ